Page 77 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 77
76
τόφρα δέ μ᾿ αἰεὶ κῦμ᾿ ἐφόρει κραιπναί τε θύελλαι είκοσι μέρες· τόσες μ᾿ έδερναν το κύμα κι οι άγριες μπόρες,
νήσου ἀπ᾿ Ὠγυγίης. νῦν δ᾿ ἐνθάδε κάββαλε δαίμων, απ᾿ το νησί μακριά ως εκίνησα, την Ωγυγία᾿ και τώρα
ὄφρ᾿ ἔτι που καὶ τῇδε πάθω κακόν: οὐ γὰρ ὀίω με ρίχνει ο θεός εδώ, για βάσανα καινούργια λέω᾿ να πάψουν
παύσεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἔτι πολλὰ θεοὶ τελέουσι πάροιθεν. δεν καρτερώ᾿ πιο πριν οι αθάνατοι μου 'χουν πολλά γραμμένα.
175 ἀλλά, ἄνασσ᾿, ἐλέαιρε: σὲ γὰρ κακὰ πολλὰ μογήσας Όμως, αρχόντισσα, σπλαχνίσου με, σε σένα πρωτοφτάνω
ἐς πρώτην ἱκόμην, τῶν δ᾿ ἄλλων οὔ τινα οἶδα μετά από χίλια μύρια βάσανα· κανένα από τους άλλους,
ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν. που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη γης εδώ, δεν ξέρω.
ἄστυ δέ μοι δεῖξον, δὸς δὲ ῥάκος ἀμφιβαλέσθαι, Το κάστρο δείξε μου, και δώσε μου να βάλω ένα κουρέλι,
εἴ τί που εἴλυμα σπείρων ἔχες ἐνθάδ᾿ ἰοῦσα. αν πήρες, απ᾿ το σπίτι φεύγοντας, τα ρούχα να τυλίξεις'
180 σοὶ δὲ θεοὶ τόσα δοῖεν ὅσα φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, και να χαρείς απ᾿ τους αθάνατους ό,τι ποθεί η καρδιά σου,
ἄνδρα τε καὶ οἶκον, καὶ ὁμοφροσύνην ὀπάσειαν άντρα και σπίτι, και το μόνιασμα ποτέ να μη σας λείψει
ἐσθλήν: οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον, το ζηλεμένο· τι δε βρίσκεται στον κόσμον άλλο τόσο
ἢ ὅθ᾿ ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον τρανό καλό, παρά το σπίτι του με μια μονάχα γνώμη
ἀνὴρ ἠδὲ γυνή: πόλλ᾿ ἄλγεα δυσμενέεσσι, να κυβερνάει μαζί το αντρόγενο — τρανή χαρά στους φίλους,
185 χάρματα δ᾿ εὐμενέτῃσι, μάλιστα δέ τ᾿ ἔκλυον αὐτοί.» και στους οχτρούς καημός, μα πιότερο τι αξίζει ατοί τους νιώθουν!»
τὸν δ᾿ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα: Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη του απηλογήθη κι είπε:
«ξεῖν᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας: «Από αχαμνή γενιά κι άνέμυαλος δε μοιάζει να 'σαι, ξένε'
Ζεὺς δ᾿ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν, μα ατός του τ᾿ αγαθά αξεχώριστα μοιράζει στους ανθρώπους,
ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ: σε ταπεινους μαθές και σε άρχοντες, ο ολύμπιος Δίας, ως θέλει.
190 καί που σοὶ τάδ᾿ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης. Αυτά και σένα τώρα σου 'δωκεν υπομονέψου ωστόσο,
νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις, και μια και φτάνεις πια στο κάστρο μας και στα δικά μας μέρη,
οὔτ᾿ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου, μηδέ άλλαξιά μηδέ άλλο τίποτε θα σου απολείψει, απ᾿ όσα
ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα. θέλει ένας ξένος που κακόπαθε και φτάνει αναγκεμένος.
ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν. Και να σου δείξω, ως θες, το κάστρο μας, να πω και πως μας λένε:
195 Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν, Την πόλη οι Φαίακες κι ολοτρόγυρα τη χώρα τουτη ορίζουν,
εἰμὶ δ᾿ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο, κι εγώ του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου λογιέμαι θυγατέρα'
τοῦ δ᾿ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.» κι αυτός τους Φαίακες, ρήγας κι άρχοντας, ορίζει κι αφεντεύει.»
ἦ ῥα καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι κέλευσε: Ως είπε αυτά, στις καλοπλέξουδες φωνάζει παρακόρες:
«στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι: πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι; «Βάγιες, σταθείτε! τι μακραίνετε τον άντρα αυτό θωρώντας;
200 ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾿ ἔμμεναι ἀνδρῶν; Πως είναι αντίμαχος φαντάζεστε και το κακό μας θέλει;
οὐκ ἔσθ᾿ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται, Θνητός που ζει στη γη δε βρίσκεται, δε θα βρεθεί ποτέ του
ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται κανείς,που εδώ θα φτάσει φέρνοντας το χαλασμό στη χώρα
δηιοτῆτα φέρων: μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν. που ζουν οι Φαίακες! Των αθάνατων μας διαφεντεύει η αγάπη.
οἰκέομεν δ᾿ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ, Κι αλάργα ζουμε εδώ, στης θάλασσας της πολυκυματούσας
205 ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος. την τέλειωση· ποιος άλλος άνθρωπος μπορεί με μας να σμίξει:
ἀλλ᾿ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνει, Μα αυτός ο δόλιος παραδέρνοντας έφτασε εδώ και πρέπει
τὸν νῦν χρὴ κομέειν: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες να του σταθούμε τι όλοι, και φτωχοί και ξένοι, από το Δία
ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε. μας έρχονται, κι είναι καλόδεχτο το λίγο που θα δώσεις.
ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε, Ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο,
210 λούσατέ τ᾿ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾿ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾿ ἀνέμοιο.» και στο ποτάμι μέσα λούστε τον, σε μιαν απάνεμη άκρη.»
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἔσταν τε καὶ ἀλλήλῃσι κέλευσαν, Είπε, κι αυτές στάθηκαν κι έδιναν κουράγιο η μια στην άλλη.
κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆ᾿ εἷσαν ἐπὶ σκέπας, ὡς ἐκέλευσεν Μετά τον Οδυσσέα σε απάνεμη καθίσαν άκρη, ως είπε
Ναυσικάα θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο: η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα·
πὰρ δ᾿ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἔθηκαν, για να ντυθεί μια χλαίνα του 'βαλαν κι ένα χιτώνα δίπλα,