Page 78 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 78

77




               215  δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον,   μετά του δώκαν ένα ολόχρυσο ροΐ γεμάτο λάδι,
                    ἤνωγον δ᾿ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσιν.   και να 'μπεί να λουστεί τον έσπρωχναν στου ποταμού το ρέμα.
                    δή ῥα τότ᾿ ἀμφιπόλοισι μετηύδα δῖος Ὀδυσσεύς:   Στις βάγιες τότε ο θείος εστράφηκε και μίλησε Οδυσσέας:
                    «ἀμφίπολοι, στῆθ᾿ οὕτω ἀπόπροθεν, ὄφρ᾿ ἐγὼ   «Βάγιες, σταθείτε λίγο ανάμερα, μονάχος να ξεπλυνω
                    αὐτὸς                                  την άρμη πάνω από τους ώμους μου, και να χριστώ με λάδι᾿
                    ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι, ἀμφὶ δ᾿ ἐλαίῳ

               220  χρίσομαι: ἦ γὰρ δηρὸν ἀπὸ χροός ἐστιν ἀλοιφή.   τι πάει καιρός πολύς που απόλειψε το λάδι απ᾿ το κορμί μου.
                    ἄντην δ᾿ οὐκ ἂν ἐγώ γε λοέσσομαι: αἰδέομαι γὰρ   Μα ομπρός σας, όχι, εγώ δε λούζομαι᾿ ντροπή για μένα θα 'ταν
                    γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισι μετελθών.»   να γυμνωθώ σε ομορφοπλέξουδες ανάμεσα παρθένες.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ᾿ ἄρα κούρῃ.  Είπε, και μόλις κείνες μάκρυναν και το 'παν και στην κόρη,
                    αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς   πήρε ο Οδυσσέας ο θείος και ξέπλενε στον ποταμό την άρμη

               225                                         που 'χε καθίσει απά στις πλάτες του και στους φαρδιούς τους
                    ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους,   ώμους᾿
                    ἐκ κεφαλῆς δ᾿ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.   και το κεφάλι από της θάλασσας της άκαρπης την άχνη
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ᾿ ἄλειψεν,   καθάριζε᾿ κι ως απολούστηκε και πλούσια λάδι αλείφτη,
                    ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ᾿ ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,   τα ρούχα εφόρεσεν, η απάρθενη που του 'χε κόρη δώσει.
                    τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν Διὸς ἐκγεγαυῖα
                                                           Να δείχνει κι η Αθηνά τον έκαμε, του γιου του Κρόνου η κόρη,

               230  μείζονά τ᾿ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος   σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του
                    οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.   μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
                    ὡς δ᾿ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ   Πως χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, που 'χει
                    ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη   απ᾿ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει,
                    τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,   κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη —
               235  ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.   όμοια κι εκείνη χάρη του 'χυνε στην κεφαλή, στους ώμους.
                    ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,   Έπειτα κίνησε και κάθισε στο ακροθαλάσσι αλάργα,
                    κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων: θηεῖτο δὲ κούρη.   απ᾿ ομορφιά και χάρη λάμποντας, και θάμπωσε η παρθένα,
                    δή ῥα τότ᾿ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι μετηύδα:   κι αυτά στις βάγιες πήρε κι έλεγε τις ομορφομαλλούσες:
                    «κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τι εἴπω.   «Ακουστέ, βάγιες χιονοβράχιονες, το λόγου σας κρένω᾿

               240                                         όλοι μαζί οι θεοί, τον Ολυμπο ορίζουν, αν δε θέλαν,
                    οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,   πως τους ισόθεους Φαίακες θα 'ρχουνταν ο άντρας αυτός να
                    Φαιήκεσσ᾿ ὅδ᾿ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισι:   σμίξει;
                    πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ᾿ εἶναι,   Αλήθεια, πριν μου φάνηκε άσκημος, μα τώρα που τον βλέπω
                    νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
                                                           μοιάζει θεός, απ᾿ όσους τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια.
                    αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
                                                           Να 'μενε, θέ μου, εδώ και να 'στεργε στα μέρη μας να ζήσει

               245  ἐνθάδε ναιετάων, καὶ οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.   και να 'τανε γραφτό της μοίρας μου γυναίκα να με πάρει!
                    ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε.»   Μα ελάτε τώρα, δώστε, βάγιες μου, να φάει, να πιει στον ξένο.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿   Είπε, κι αυτές άκουσαν πρόθυμα την προσταγή της κόρης'
                    ἐπίθοντο,                              πήραν φαγί, πιοτό, και τα 'βαλαν μπροστά στον Οδυσσέα
                    πὰρ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆι ἔθεσαν βρῶσίν τε πόσιν τε.   το θεϊκό, τον πολυβάσανο, που πήρε λιμασμένα
                    ἦ τοι ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς


               250  ἁρπαλέως: δηρὸν γὰρ ἐδητύος ἦεν ἄπαστος.    να τρώει, να πίνει, τι είχεν άφαγος πολύν καιρό απομείνει.
                    ἡαὐτὰρ Ναυσικάα λευκώλενος ἄλλ᾿ ἐνόησεν:   Κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη στοχάστηκε άλλα ωστόσο·
                    εἵματ᾿ ἄρα πτύξασα τίθει καλῆς ἐπ᾿ ἀπήνης,   τα ρούχα ως δίπλωσε, τ᾿ απίθωσε στο αμάξι, και τις μούλες
                    ζεῦξεν δ᾿ ἡμιόνους κρατερώνυχας, ἂν δ᾿ ἔβη αὐτή,   ζεύει μετά τις ατσαλόνυχες, κι ανέβηκε κι ατή της'
                    ὤτρυνεν δ᾿ Ὀδυσῆα, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   στον Οδυσσέα γυρνώντας έπειτα του μίλησε και του 'πε:

               255  «ὄρσεο δὴ νῦν, ξεῖνε, πόλινδ᾿ ἴμεν ὄφρα σε πέμψω   «Ξένε μου, σήκω πια, στο κάστρο μας να πορευτείς· στο σπίτι
   73   74   75   76   77   78   79   80   81   82   83