Page 74 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 74
73
40 θα πας᾿ τα πλυσταριά μας βρίσκουνται μαθές μακριά απ᾿ το
ἔρχεσθαι: πολλὸν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος.»
κάστρο.
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη
Είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, και φεύγει, να διαγείρει
Οὔλυμπόνδ᾿, ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
στον Όλυμπο, όπου αμετασάλευτος των θεών κρατιέται ο θρόνος,
ἔμμεναι. οὔτ᾿ ἀνέμοισι τινάσσεται οὔτε ποτ᾿ ὄμβρῳ
ως λεν οι μπόρες δεν τον βρέχουνε, δεν τον χτυπούν οι ανέμοι,
δεύεται οὔτε χιὼν ἐπιπίλναται, ἀλλὰ μάλ᾿ αἴθρη
δεν τον πατούν τα χιόνια ασύγνεφη κει πάνω βασιλεύει
45 πέπταται ἀνέφελος, λευκὴ δ᾿ ἐπιδέδρομεν αἴγλη: γαλήνη ατέλειωτη, κι ολόλευκη φεγγοβολή τον λούζει.
τῷ ἔνι τέρπονται μάκαρες θεοὶ ἤματα πάντα. Έτσι οι θεοί οι πολυμακάριστοί τον χαίρουνται αναιώνια.
ἔνθ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ. Εκεί η Γαλανομάτα εδιάγειρε, σα μίλησε στην κόρη.
αὐτίκα δ᾿ Ἠὼς ἦλθεν ἐύθρονος, ἥ μιν ἔγειρε Κι ήρθε μεμιάς η Αυγή η καλόθρονη, την ομορφομαντούσα
Ναυσικάαν ἐύπεπλον: ἄφαρ δ᾿ ἀπεθαύμασ᾿ ὄνειρον, ξυπνώντας Ναυσικά᾿ και θάμαξε τ᾿ όνειρο αυτή, και πήρε
50 βῆ δ᾿ ἰέναι διὰ δώμαθ᾿, ἵν᾿ ἀγγείλειε τοκεῦσιν, να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρει τους δυο γονιούς της,
πατρὶ φίλῳ καὶ μητρί: κιχήσατο δ᾿ ἔνδον ἐόντας: να τους μιλήσει᾿ τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα᾿ η μάνα
ἡ μὲν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἧστο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας
ἠλάκατα στρωφῶσ᾿ ἁλιπόρφυρα: τῷ δὲ θύραζε την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί᾿ τον κύρη πάλε
ἐρχομένῳ ξύμβλητο μετὰ κλειτοὺς βασιλῆας στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες,
55 ἐς βουλήν, ἵνα μιν κάλεον Φαίηκες ἀγαυοί. στη σύναξη, όπου οι Φαίακες οι άψεγοι του είχαν μηνύσει να 'ρθει.
ἡ δὲ μάλ᾿ ἄγχι στᾶσα φίλον πατέρα προσέειπε: Κι εκείνη εστάθη ομπρός στον κύρη της κοντά κοντά και του 'πε:
«πάππα φίλ᾿, οὐκ ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην «Κύρη καλέ, να μου ετοιμάσουνε δε λες κανένα αμάξι,
ὑψηλὴν ἐύκυκλον, ἵνα κλυτὰ εἵματ᾿ ἄγωμαι ψηλό, καλότροχο, τα λιόφωτα να κουβαλήσω ρούχα,
ἐς ποταμὸν πλυνέουσα, τά μοι ῥερυπωμένα κεῖται; που λερωμένα τώρα κοίτουνται, στον ποταμό να πλυνω;
60 καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα. Και συ, σαν πας με τους πρωτόγερους να βουλευτείς αντάμα.
βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροί̈ εἵματ᾿ ἔχοντα. ταιριάζει παστρικά τα ρούχα σου να τα φορείς· ακόμα
πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν, είναι κι οι πέντε γιοι που απόχτησες και στο παλάτι ζούνε,
οἱ δύ᾿ ὀπυίοντες, τρεῖς δ᾿ ἠίθεοι θαλέθοντες: δυο παντρεμένοι, τρεις ανύπαντροι πα στον ανθό της νιότης·
οἱ δ᾿ αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ᾿ ἔχοντες κι αυτοί γυρεύουν όλο νιόπλυτα σκουτιά, καθώς κινούνε
65 ἐς χορὸν ἔρχεσθαι: τὰ δ᾿ ἐμῇ φρενὶ πάντα μέμηλεν.» για το χορό᾿ κι εγώ τα νοιάζουμαι μιαν άκρη ως άλλη τούτα.»
ὣς ἔφατ': αἴδετο γὰρ θαλερὸν γάμον ἐξονομῆναι Αυτά είπε᾿ να μιλήσει ντράπηκε για τις χαρές του γάμου
πατρὶ φίλῳ. ὁ δὲ πάντα νόει καὶ ἀμείβετο μύθῳ: στον κύρη της᾿ μα αυτός κατάλαβε τα πάντα κι αποκρίθη:
«οὔτε τοι ἡμιόνων φθονέω, τέκος, οὔτε τευ ἄλλου. « Μούλες κι ό,τι άλλο, θυγατέρα μου, μετά χαράς σου δίνω"
ἔρχευ: ἀτάρ τοι δμῶες ἐφοπλίσσουσιν ἀπήνην πήγαινε ως θες᾿ κι αμάξι οι δούλοι μας γοργά να σου αρματώσουν
70 ὑψηλὴν ἐύκυκλον, ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν.» ψηλό, καλότροχο, κι απάνω του να στήσουν και κοφίνι.»
ὣς εἰπὼν δμώεσσιν ἐκέκλετο, τοὶ δ᾿ ἐπίθοντο. Είπε, και φώναξε τους δούλους του, κι αυτοί μεμιάς γρικήξαν
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐκτὸς ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην όξω αρματώνουν το καλότροχο καρότσι για τις μούλες,
ὥπλεον, ἡμιόνους θ᾿ ὕπαγον ζεῦξάν θ᾿ ὑπ᾿ ἀπήνῃ: μετά τις μούλες τρέξαν κι έφεραν, στο αμάξι να τις ζέψουν.
κούρη δ᾿ ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν. Κι έφερε η κόρη από την κάμαρα τα λιόφωτά σκουτιά της
75 καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐυξέστῳ ἐπ᾿ ἀπήνῃ, κι απά στην άμαξα τα στοίβαξε την καλοτορνεμένη᾿
μήτηρ δ᾿ ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ᾿ ἐδωδὴν κι η μάνα της φαγιά της έβαλε σ᾿ ένα πανέρι πλήθια,
παντοίην, ἐν δ᾿ ὄψα τίθει, ἐν δ᾿ οἶνον ἔχευεν λογής λογής ξαρέσια νόστιμα, και μες σε ασκί γιδίσιο
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ: κούρη δ᾿ ἐπεβήσετ᾿ ἀπήνης. κρασί της βάνει, κι έτσι ανέβηκε στο αμάξι πάνω η κόρη.
δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, Κι ένα ροϊ χρυσό της έδωκε γεμάτο λάδι, να 'χουν,
80 ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν. καθώς λουστούν κι αυτή κι οι βάγιες της, ν᾿ αλείψουν το κορμί
ἡ δ᾿ ἔλαβεν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα, τους.
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν: καναχὴ δ᾿ ἦν ἡμιόνοιιν. Κι εκείνη τα λουριά φουχτώνοντας και το μαστίγι, δίνει
αἱ δ᾿ ἄμοτον τανύοντο, φέρον δ᾿ ἐσθῆτα καὶ αὐτήν, βιτσιά να φύγουν, κι όπως κίνησαν με βρόντο τα μουλάρια,