Page 75 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 75

74




                    οὐκ οἴην, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι.    τρέχαν ακούραστα, τα ρούχα της κι εκείνη κουβαλώντας,
                                                           όχι μονάχη· ήταν κι οι βάγιες της που έρχονταν με τα πόδια.

               85   αἱ δ᾿ ὅτε δὴ ποταμοῖο ῥόον περικαλλέ᾿ ἵκοντο,   Και στο πανώριο ρέμα ως έφτασαν του ποταμού, κει που 'χαν
                    ἔνθ᾿ ἦ τοι πλυνοὶ ἦσαν ἐπηετανοί, πολὺ δ᾿ ὕδωρ   ολοχρονίς τις γούρνες κι έτρεχαν νερά από κάτω πλήθια,
                    καλὸν ὑπεκπρόρεεν μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι,   καθάρια, και τα ρούχα ξάσπριζαν, όσο λερά κι αν ήταν,
                    ἔνθ᾿ αἵ γ᾿ ἡμιόνους μὲν ὑπεκπροέλυσαν ἀπήνης.   οι βάγιες τα μουλάρια ξέζεψαν κάτω απ᾿ τ᾿ αμάξι, κι έτσι
                    καὶ τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα δινήεντα   στου ποταμού του πολυστρόβιλου τα ξαμολούν τους όχτους,

               90   τρώγειν ἄγρωστιν μελιηδέα: ταὶ δ᾿ ἀπ᾿ ἀπήνης   να βόσκουν το γλυκό τον άγουστρο᾿ και κείνες απ᾿ τ᾿ αμάξι
                    εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ,   πήραν τα ρούχα και τα βούτηξαν στα σκοτεινά της γούρνας
                    στεῖβον δ᾿ ἐν βόθροισι θοῶς ἔριδα προφέρουσαι.   νερά και τα ζουλούσαν, πιάνοντας συνερισιά, ποια πρώτη
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα,   θα τέλευε᾿ κι ως πλύναν κι έβγαλαν τις λέρες απ᾿ τα ρούχα,
                    ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν᾿ ἁλός, ἧχι μάλιστα   πήραν και δίπλα δίπλα τ᾿ άπλωναν στο ακρόγιαλο, κει πέρα

               95   λάιγγας ποτὶ χέρσον ἀποπλύνεσκε θάλασσα.   που στη στεριά το κύμα σπάζοντας τα βότσαλα ξεπλένει.
                    αἱ δὲ λοεσσάμεναι καὶ χρισάμεναι λίπ᾿ ἐλαίῳ   Κι αυτές, ως λούστηκαν κι αλείφτηκαν καλά με λάδι πρώτα,
                    δεῖπνον ἔπειθ᾿ εἵλοντο παρ᾿ ὄχθῃσιν ποταμοῖο,   στου ποταμού τους όχτους έστρωσαν και κάθισαν να φάνε,
                    εἵματα δ᾿ ἠελίοιο μένον τερσήμεναι αὐγῇ.   στου ήλιου την πυρά περιμένοντας τα ρούχα να στεγνώξουν.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ σίτου τάρφθεν δμῳαί τε καὶ αὐτή,   Κι αφού ψωμί φραθήκαν τρώγοντας, κι αυτή κι οι παρακόρες,

               100  σφαίρῃ ταὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπαιζον, ἀπὸ κρήδεμνα βαλοῦσαι:   πέταξαν τις μαντίλες κι άρχισαν να παίζουνε τη σφαίρα,
                    τῇσι δὲ Ναυσικάα λευκώλενος ἤρχετο μολπῆς.   κι η Ναυσικά η κρουσταλλοβράχιονη κινούσε το τραγουδι.
                    οἵη δ᾿ Ἄρτεμις εἶσι κατ᾿ οὔρεα ἰοχέαιρα,   Η σαγιτεύτρα πως Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες
                    ἢ κατὰ Τηύ̈γετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον,   για του ψηλού του Πενταδάχτυλου κατηφορίζει, κάπρους
                    τερπομένη κάπροισι καὶ ὠκείῃς ἐλάφοισι:   σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα, και του Βουνού οι Κυράδες

               105  τῇ δέ θ᾿ ἅμα νύμφαι, κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο,   παίζουν αντάμα της ολόχαρες, του Βροντοσκουταράτου
                    ἀγρονόμοι παίζουσι, γέγηθε δέ τε φρένα Λητώ:   οι θυγατέρες, κι αναγάλλιασε βαθιά η Λητώ στα φρένα'
                    πασάων δ᾿ ὑπὲρ ἥ γε κάρη ἔχει ἠδὲ μέτωπα,   τι αμέσως ξεχωρίζει η κόρη της, την κεφαλή ως υψώνει
                    ῥεῖά τ᾿ ἀριγνώτη πέλεται, καλαὶ δέ τε πᾶσαι:   πάνω απ᾿ τις άλλες, και το μέτωπο, κι είναι πανώριες όλες —
                    ὣς ἥ γ᾿ ἀμφιπόλοισι μετέπρεπε παρθένος ἀδμής.   όμοια στα κάλλη η κόρη η απάρθενη ξεχώριζε απ᾿ τις βάγιες.

               110  ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλε πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι   Κι ήρθε η στιγμή τα πεντακάθαρα σκουτιά της να διπλώσει,
                    ζεύξασ᾿ ἡμιόνους πτύξασά τε εἵματα καλά,   και ζεύοντας τις μούλες σπίτι της ξοπίσω να διαγείρει'
                    ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,   τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στο νου της άλλα βάνει:
                    ὡς Ὀδυσεὺς ἔγροιτο, ἴδοι τ᾿ ἐυώπιδα κούρην,   να σηκωθεί ο Οδυσσέας, τη λιόγεννη παρθένα ν᾿ ανταμώσει,
                    ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο.    κι αυτή να μπει μπροστά οδηγώντας τον στο κάστρο των Φαιάκων.

               115  σφαῖραν ἔπειτ᾿ ἔρριψε μετ᾿ ἀμφίπολον βασίλεια:   Η ρηγοπούλα τότε πέταξε τη σφαίρα σε μια βάγια,
                    ἀμφιπόλου μὲν ἅμαρτε, βαθείῃ δ᾿ ἔμβαλε δίνῃ:   μα ξεστοχώντας τη σφεντόνισε μες στο βαθύ το ρέμα.
                    αἱ δ᾿ ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν: ὁ δ᾿ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεύς,   Σέρνουν τρανή φωνή — και ξύπνησαν το θείο τον Οδυσσέα'
                    ἑζόμενος δ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν:   κι ως ανακάθισε, στοχάζουνταν βαθιά στα φρένα μέσα:
                    «ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;   « Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;

               120  ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,   Άνομοι τάχα να 'ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
                    ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;   για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
                    ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτή:   Σα θηλυκές φωνές να χτύπησαν τ᾿ αφτιά μου από κοπέλες —
                    νυμφάων, αἳ ἔχουσ᾿ ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα   από Νεράιδες, που στ᾿ απόγκρεμα γυρνούνε κορφοβούνια,
                    καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα.   στων ποταμών τα κεφαλόβρυσα και στα χλωρά λιβάδια.

               125  ἦ νύ που ἀνθρώπων εἰμὶ σχεδὸν αὐδηέντων;   Για σε θνητούς κοντά μη βρίσκουμαι, που ανθρωπινά μιλούνε;
                    ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι.»    Ομπρός, ας δοκιμάσω μόνος μου, να ιδώ, να καταλάβω.»
   70   71   72   73   74   75   76   77   78   79   80