Page 73 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 73

72





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ζ-



               -6-   Άὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς   Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος κοιμόταν Οδυσσέας,
                    ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος: αὐτὰρ Ἀθήνη   σκλάβος στον ύπνο και στον κάματο. Την ώρα αυτή η Παλλάδα
                    βῆ ῥ᾿ ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,   να πάει για των Φαιάκων κίνησε τη χώρα και το κάστρο.
                    οἳ πρὶν μέν ποτ᾿ ἔναιον ἐν εὐρυχόρῳ Ὑπερείῃ,   Πριν την Υπέρεια την απλόχωρη πατρίδα οι Φαίακες είχαν
               5    ἀγχοῦ Κυκλώπων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων,   και με τους Κύκλωπες συνόρευαν, που νόμο δεν κρατούσαν,
                    οἵ σφεας σινέσκοντο, βίηφι δὲ φέρτεροι ἦσαν.   μον᾿ τους ρήμαζαν, τι στη δύναμη τρανότεροι λογιούνταν.
                    ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Ναυσίθοος θεοειδής,   Κείθε ο Ναυσίθοος ο θεόμορφος τους σήκωσε, κι αλάργα
                    εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων,   απ᾿ τους θνητούς τους δουλευτάρηδες τους πήγε, στη Σχερία'
                    ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους,   την πόλη με τειχιά περίζωσε, τους έχτισε και σπίτια,
               10   καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ᾿ ἀρούρας.   και στους θεούς ναούς εσήκωσε, και μοίρασε χωράφια.
                    ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει,   Τον είχε πάρει ωστόσο ο θάνατος κι ήταν στον Άδη᾿ τώρα
                    Ἀλκίνοος δὲ τότ᾿ ἦρχε, θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς.   όριζε ο Αλκίνοος, κι είχε, χάρισμα θεϊκό, περίσσια γνώση.
                    τοῦ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Για το παλάτι του η γλαυκόματη τώρα Αθηνά κινούσε,
                    νόστον Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μητιόωσα.    το γυρισμό στο νου της έχοντας του αντρόκαρδου Οδυσσέα.

               15   βῆ δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον πολυδαίδαλον, ᾧ ἔνι κούρη   Στη βαριοστολισμένη κάμαρα τρυπώνει, εκεί που η κόρη
                    κοιμᾶτ᾿ ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη,   κοιμόταν, κι έμοιαζε με αθάνατη στην ελικιά, στην όψη,
                    Ναυσικάα, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,   η Ναυσικά, του λιονταρόκαρδου του Αλκίνου η θυγατέρα,
                    πὰρ δὲ δύ᾿ ἀμφίπολοι, Χαρίτων ἄπο κάλλος   και δυο κοντά της βάγιες, που έλαμπαν απ᾿ ομορφιά και χάρη,
                    ἔχουσαι,                               στις παραστάδες δίπλα, κι άστραφταν οι σφαλισμένες πόρτες.
                    σταθμοῖιν ἑκάτερθε: θύραι δ᾿ ἐπέκειντο φαειναί.

               20   ἡ δ᾿ ἀνέμου ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια κούρης,   Κι αυτή ως πνοή του ανέμου εσίμωσε την κλίνη της παρθένας,
                    στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν,  κι εστάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι της, με την ειδή της κόρης
                    εἰδομένη κούρῃ ναυσικλειτοῖο Δύμαντος,   του ξακουστού στα πέλαα Δύμαντα, που συνομήλική 'ταν
                    ἥ οἱ ὁμηλικίη μὲν ἔην, κεχάριστο δὲ θυμῷ.   της Ναυσικάς, γι᾿ αυτό και πιότερο την αγαπούσε εκείνη.
                    τῇ μιν ἐεισαμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Με τούτην όμοια η γαλανομάτη της μίλησε Παλλάδα:

               25                                          «Πως έτσι, Ναυσικά, η μητέρα σου σε γέννησε ακαμάτρα
                    «Ναυσικάα, τί νύ σ᾿ ὧδε μεθήμονα γείνατο μήτηρ;
                                                           κι αφήνεις άπλυτα να κοίτουνται τα λιόφωτά σου ρούχα;
                    εἵματα μέν τοι κεῖται ἀκηδέα σιγαλόεντα,
                                                           Ζυγώνει ο γάμος σου, και θα 'πρεπε να βάλεις τα καλά σου,
                    σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν, ἵνα χρὴ καλὰ μὲν αὐτὴν
                                                           κι άλλα να δώσεις στους συμπέθερους που θα 'ρθουν να σε
                    ἕννυσθαι, τὰ δὲ τοῖσι παρασχεῖν, οἵ κέ σ᾿ ἄγωνται.
                                                           πάρουν
                    ἐκ γάρ τοι τούτων φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει
                                                           με αυτά μαθές θα βγάλεις όνομα καλό στον κόσμο γύρω,
               30   ἐσθλή, χαίρουσιν δὲ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.   ν᾿ αναγαλλιάσουν ο πατέρας σου κι η σεβαστή σου η μάνα.
                    ἀλλ᾿ ἴομεν πλυνέουσαι ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφι:   Πάμε λοιπόν με τα χαράματα να πλύνουμε᾿ το θέλω
                    καί τοι ἐγὼ συνέριθος ἅμ᾿ ἕψομαι, ὄφρα τάχιστα   να ετοιμαστείς μιαν ώρα αρχύτερα· γι᾿ αυτό μαζί σου θα 'ρθω
                    ἐντύνεαι, ἐπεὶ οὔ τοι ἔτι δὴν παρθένος ἔσσεαι:   να μεταπιάσω᾿ δεν απόμεινε πολυς καιρός που θα 'σαι
                    ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον   παρθένα ακόμα· κιόλας άρχισαν από τους Φαίακες όλους

               35   πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ.   οι πιο αντρειανοί να σε γυρεύουνε᾿ και συ από δω κρατιέσαι
                    ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐπότρυνον πατέρα κλυτὸν ἠῶθι πρὸ   Μον᾿ έλα, απ᾿ τον τρανό τον κύρη σου, μόλις χαράξει, ζήτα,
                    ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσι   μούλες να πει να σου ετοιμάσουνε κι αμάξι, να φορτώσεις
                    ζῶστρά τε καὶ πέπλους καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.   τις αλλαξιές σου και τα λιόλαμπρα κιλίμια και τις ζώνες.
                    καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾿ αὐτῇ πολὺ κάλλιον ἠὲ πόδεσσιν   Έτσι και συ που καλύτερα παρά με τα ποδάρια
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78