Page 71 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 71
70
πλῆξεν ἐπεσσύμενον, τηλοῦ δέ μιν ἔμβαλε πόντῳ. τον χτύπησε και τον σφεντόνισε μακριά στο κύμα μέσα.
ὡς δ᾿ ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Πως όντας μεσ᾿ απ᾿ το θαλάμι του ξεσέρνουν το χταπόδι,
πρὸς κοτυληδονόφιν πυκιναὶ λάιγγες ἔχονται, κι έχουν κολλήσει στις βεντούζες του λιθάριαν απάνω πλήθος —
ὣς τοῦ πρὸς πέτρῃσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν παρόμοια απ᾿ τ᾿ αντρειωμένα χέρια του στο βράχο απάνω οι
σάρκες.
435 απόμειναν, κι αυτόν τον σκέπασε το τρισμεγάλο κύμα.
ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν: τὸν δὲ μέγα κῦμα κάλυψεν.
Τότε ο Οδυσσέας, κι ας του 'παν άγραφο, θα χάνουνταν ο
ἔνθα κε δὴ δύστηνος ὑπὲρ μόρον ὤλετ᾿ Ὀδυσσεύς,
εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη. δόλιος,
αν φώτιση η Αθηνά η γλαυκόματη δεν του 'δινε και πάλι'
κύματος ἐξαναδύς, τά τ᾿ ἐρεύγεται ἤπειρόνδε, καθώς επρόβαλε απ᾿ τα κύματα, που στη στεριά ξεσπούσαν,
νῆχε παρέξ, ἐς γαῖαν ὁρώμενος, εἴ που ἐφεύροι
γιαλό γιαλό να πλέκει αρχίνησε, κοιτάζοντας μην έβρει
440 ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Κι ως κολυμπώντας τέλος έφτασε σε ομορφορεματάρη
ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος, το στόμα ποταμού, του εικάστηκε πολυ καλός ο τόπος·
λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, τι ήταν γυμνός από ξερόβραχα κι απάγγειαζε ένα γύρο.
ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν: Κι ως τον αντίκρισε να χύνεται, μες στην καρδιά του ευκήθη:
445 «κλῦθι, ἄναξ, ὅτις ἐσσί: πολύλλιστον δέ σ᾿ ἱκάνω, «Όποιος κι αν είσαι, ρήγα, επάκουσε᾿ χιλιοπαρακαλώντας
φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς. πέφτω στα πόδια σου, απ᾿ τη θάλασσα την έχτρα να ξεφύγω
αἰδοῖος μέν τ᾿ ἐστὶ καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν του Ποσειδώνα᾿ τι κι οι αθάνατοι να σεβαστούν ταιριάζει
ἀνδρῶν ὅς τις ἵκηται ἀλώμενος, ὡς καὶ ἐγὼ νῦν έναν θνητό, που αφού παράδειρε, ζητάει σπλαχνιά᾿ παρόμοια
σόν τε ῥόον σά τε γούναθ᾿ ἱκάνω πολλὰ μογήσας. κι εγώ πολύπαθος στο ρέμα σου, στα πόδια σου προσπέφτω.
450 ἀλλ᾿ ἐλέαιρε, ἄναξ: ἱκέτης δέ τοι εὔχομαι εἶναι.» Όμως σπλαχνίσου, ρήγα, ικέτης σου λογιέμαι αλήθεια τώρα!»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, Είπε, κι αυτός το ρέμα του έκοψε και κράτησε το κύμα
πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ᾿ ἐσάωσεν κι ομπρός του τα νερά γαλήνεψε, στου ποταμού το στόμα
ἐς ποταμοῦ προχοάς. ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄμφω γούνατ᾿ ἔκαμψε να τον δεχτεί᾿ κι εκείνου ελύγισαν τα γόνα και τα χέρια
χεῖράς τε στιβαράς. ἁλὶ γὰρ δέδμητο φίλον κῆρ. τα θρασεμένα, τι είχε η θάλασσα δαμάσει την καρδιά του.
455 ᾤδεε δὲ χρόα πάντα, θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ Ήταν πρησμένος όλος, κι έβγαζαν και στόμα και ρουθούνια
ἂν στόμα τε ῥῖνάς θ': ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος μαζί κρουνό το θαλασσόνερο᾿ κι εκείνος ελιγώθη,
κεῖτ᾿ ὀλιγηπελέων, κάματος δέ μιν αἰνὸς ἵκανεν. κι άλαλος, άπνογος εκοίτουνταν, του κόπου αφανισμένος.
ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἄμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
καὶ τότε δὴ κρήδεμνον ἀπὸ ἕο λῦσε θεοῖο. επήρε κι έλυσε από πάνω του το θείο κεφαλοπάνι,
460 καὶ τὸ μὲν ἐς ποταμὸν ἁλιμυρήεντα μεθῆκεν, και στο ποτάμι που κατέβαινε στη θάλασσα το αφήκε᾿
ἂψ δ᾿ ἔφερεν μέγα κῦμα κατὰ ῥόον, αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ Ἰνὼ κύμα τρανό μεμιάς στρέμα του το πήρε, και το δέχτη
δέξατο χερσὶ φίλῃσιν: ὁ δ᾿ ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς η Ινώ στα χέρια. Εκείνος φεύγοντας απ᾿ το ποτάμι δίπλα
σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν. σε σκοίνο γέρνει, κι ανασπάστηκε τη γη την πολυθρόφα,
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν: και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
465 «ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται; «Τι έχω να πάθω ακόμα, αλίμονο, τι θ᾿ απογίνω αλήθεια;
εἰ μέν κ᾿ ἐν ποταμῷ δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω, Αν στο ποτάμι εδώ τη νύχτα μου κακοπεράσω, τρέμω
μή μ᾿ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση την παγωνιά την κακορίζικη και τη δροσιά της πάχνης,
ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ κεκαφηότα θυμόν: μη βγει η ψυχή μου, έτσι που ανάκαρα δεν έχω πια καθόλου'
αὔρη δ᾿ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό. τι απ᾿ το ποτάμι αγιάζι σύναυγα κατάκρυο κατεβαίνει.
470 εἰ δέ κεν ἐς κλιτὺν ἀναβὰς καὶ δάσκιον ὕλην Αν πάλε στην πλαγιά ανηφόριζα και στον κατάσκιο λόγγο,
θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, εἴ με μεθείη να πέσω σε πυκνά χαμόκλαδα να κοιμηθώ, αν μ᾿ αφήσουν
ῥῖγος καὶ κάματος, γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ, το κρύο κι ο κάματος, σε ολόγλυκο παραδομένος ύπνο,
δείδω, μὴ θήρεσσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι.» φοβούμαι στα θεριά διαγούμισμα πως θα γενώ και κούρσος.»