Page 66 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 66

65




               215  «πότνα θεά, μή μοι τόδε χώεο: οἶδα καὶ αὐτὸς   «Θεά σεβάσμια, μη μου οργίζεσαι᾿ κι εγώ καλά το ξέρω᾿
                    πάντα μάλ᾿, οὕνεκα σεῖο περίφρων Πηνελόπεια   αλήθεια, η Πηνελόπη η φρόνιμη δε δύνεται ποτέ της
                    εἶδος ἀκιδνοτέρη μέγεθός τ᾿ εἰσάντα ἰδέσθαι:   στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου᾿
                    ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ᾿ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως.   τι είναι θνητή, μα εσύ κι αθάνατη κι αγέραστη λογιέσαι.
                    ἀλλὰ καὶ ὣς ἐθέλω καὶ ἐέλδομαι ἤματα πάντα   Μα κι έτσι θέλω κι ακατάπαυτα με δέρνει ο πόθος, πίσω

               220  οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι.   να στρέψω, την ημέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου.
                    εἰ δ᾿ αὖ τις ῥαίῃσι θεῶν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,   Κι αν τύχει πάλε και με τσάκιζε θεός στο πέλαο μέσα,
                    τλήσομαι ἐν στήθεσσιν ἔχων ταλαπενθέα θυμόν:   βασταγερή καρδιά στα στήθια μου κρατώ και θα βαστάξω.
                    ἤδη γὰρ μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα   Πολλά έχω πάθει ως τώρα βάσανα κι έχω πολύ μοχτήσει
                    κύμασι καὶ πολέμῳ: μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω.»   και σε πολέμους και σε θάλασσες· ας πάει κι αυτό με τ᾿ άλλα!»

               225  ὣς ἔφατ᾿, ἠέλιος δ᾿ ἄρ᾿ ἔδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν:   Είπε, κι ωστόσο ο γήλιος έγειρε και πήραν τα σκοτάδια᾿
                    ἐλθόντες δ᾿ ἄρα τώ γε μυχῷ σπείους γλαφυροῖο   κι αυτοί στου σπήλιου αποτραβήχτηκαν τα βάθη, να χαρούνε
                    τερπέσθην φιλότητι, παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντες.    φιλί κι αγκάλη, και τη νύχτα τους μαζί να την περάσουν.
                    ἡἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    αὐτίχ᾿ ὁ μὲν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕννυτ᾿ Ὀδυσσεύς,   πήρε ο Οδυσσέας γοργά και φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα'

               230  αὐτὴ δ᾿ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,   μαντί μακρύ η ξωθιά, χιονόθωρο, φορούσε από την άλλη,
                    λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾿ ἰξυῖ   ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι,
                    καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾿ ἐφύπερθε καλύπτρην.   ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα·
                    καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μήδετο πομπήν:   και τότε του Οδυσσέα του αντρόκαρδου συντάζει ταξίδι:
                    δῶκέν οἱ πέλεκυν μέγαν, ἄρμενον ἐν παλάμῃσι,   Τρανό πελέκι πρώτα του 'δωκε, που του 'ρχονταν στη φούχτα,

               235                                          ακονισμένο, να 'ναι δίκοπο, χαλκό και στεριωμένο
                    χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον: αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
                                                            σ᾿ ελήσιου στειλιαριού πανέμορφου καλά την άκρη απάνω.
                    στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάινον, εὖ ἐναρηρός:
                    δῶκε δ᾿ ἔπειτα σκέπαρνον ἐύξοον: ἦρχε δ᾿ ὁδοῖο   Σκεπάρνι τορνεμένο του 'δωκε μετά, κι ευτύς κινουσε
                                                            μπροστά για του νησιου τ᾿ ακρόμερα᾿ ψηλά εκεί πέρα δέντρα᾿
                    νήσου ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,   φύτρωναν, σκλήθρες, λεύκες κι έλατοι, που ανέβαιναν στα
                    κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τ᾿, ἐλάτη τ᾿ ἦν οὐρανομήκης,
                                                            ουράνια,
               240  αὖα πάλαι, περίκηλα, τά οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς.   από καιρούς στεγνά, κατάξερα, να πλέγουν απαλάφρου.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δεῖξ᾿, ὅθι δένδρεα μακρὰ πεφύκει,   Κι ευτύς ως του 'δειξε που φύτρωναν τα θεριεμένα δέντρα,
                    ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Καλυψώ, δῖα θεάων,   η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στο σπήλιο της γυρνούσε.
                    αὐτὰρ ὁ τάμνετο δοῦρα: θοῶς δέ οἱ ᾔνυτο ἔργον.   Κι αυτός τα δέντρα επήρε κι έκοβε᾿ σε λίγο είχε τελέψει.
                    εἴκοσι δ᾿ ἔκβαλε πάντα, πελέκκησεν δ᾿ ἄρα χαλκῷ,   Σαν έριξε είκοσι, πελέκησε με το χαλκό τους κλώνους,
               245  ξέσσε δ᾿ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν.   και τα 'ξυσε με το σκεπάρνι του, με στάφνη ισιώνοντας τα.
                    τόφρα δ᾿ ἔνεικε τέρετρα Καλυψώ, δῖα θεάων:   Ωστόσο η Καλυψώ η πανέμνοστη του πήγε τα τρυπάνια'
                    τέτρηνεν δ᾿ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν,   και σύντας σε ολα τρύπες άνοιξε και τα σοφίλιασε όλα,
                    γόμφοισιν δ᾿ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν.   με ξυλοκάρφια και δεντρόφλουδες σφιχτά σφιχτά τα δένει.
                    ὅσσον τίς τ᾿ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται ἀνὴρ   Όσο φαρδύ ένα γύρο χάραξε για φορτηγό καράβι

               250  φορτίδος εὐρείης, ἐὺ εἰδὼς τεκτοσυνάων,   τον πάτο μαραγκός, την τέχνη του που περισσά κατέχει,
                    τόσσον ἔπ᾿ εὐρεῖαν σχεδίην ποιήσατ᾿ Ὀδυσσεύς.   τόσο φαρδιά να κάνει θέλησε κι εκείνος την πλωτή του.
                    ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι,   Στήνει παγίδια, με στραβόξυλα πολλά στεριώνοντας τα,
                    ποίει: ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα.   και με μακριές σανίδες πάτωσε στο τέλος την κουβέρτα.
                    ἐν δ᾿ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ:   Και το κατάρτι μέσα εστήριξε με ταιριασμένη αντένα,

               255  πρὸς δ᾿ ἄρα πηδάλιον ποιήσατο, ὄφρ᾿ ἰθύνοι.   και το τιμόνι του μαστόρεψε, να κυβερνάει το σκάφος,
                    φράξε δέ μιν ῥίπεσσι διαμπερὲς οἰσυί̈νῃσι   και με κλωνάρια ετιάς περίφραξε τρογύρα την πλωτή του,
                    κύματος εἶλαρ ἔμεν: πολλὴν δ᾿ ἐπεχεύατο ὕλην.   να τον φυλάν από τα κύματα, και σώριασε και φύλλα.
                    τόφρα δὲ φάρε᾿ ἔνεικε Καλυψώ, δῖα θεάων,   Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, λινό του κουβαλούσε
   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71