Page 61 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 61
60
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ε-
-5- Μόλις ασκώθη απ᾿ του τρισεύγενου του Τιθωνού την κλίνη
ἦς δ᾿ ἐκ λεχέων παρ᾿ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὤρνυθ᾿, ἵν᾿ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν: η Αυγή, το φως της στους αθάνατους και στους θνητούς να
φέρει,
οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον, ἐν δ᾿ ἄρα τοῖσι κάθιζαν οι θεοί σε σύναξη, κι ο Δίας αναμεσό τους
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
o αψηλοβρόντης, που ακατάλυτη λογιέται η δύναμη του.
5 τοῖσι δ᾿ Ἀθηναίη λέγε κήδεα πόλλ᾿ Ὀδυσῆος Εκεί η Παλλάδα, που τα βάσανα τα πλήθια του Οδυσσέα
μνησαμένη: μέλε γάρ οἱ ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης: στο σπίτι της ξωθιάς θυμήθηκε και τον γνοιαζόταν, είπε:
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες, « Πατέρα Δία και σεις αθάνατι θεοί μακαρισμένοι,
μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω γλυκός, αλήθεια, και καλόγνωμος να μη βρεθεί πια ρήγας
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς, μηδέ και δίκιος, που στο χέρι του κρατά βασιλοράβδι,
10 ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπός τ᾿ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι: μόνο να δείχνει πάντα ανέσπλαχνος κι όλο ανομιές να κάνει,
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο την ώρα που όλοι τον λησμόνησαν απ᾿ το λαό το θείο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾿ ὣς ἤπιος ἦεν. τον Οδυσσέα, που όντας αφέντευε, που ήταν γλυκός σαν κύρης.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων Κι αυτός τραβάει καημούς αβάσταγους σ᾿ ένα νησί κλεισμένος·
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ η Καλυψώ η ξωθιά στο σπίτι της τόνε κρατεί δικό της
15 ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι: αθέλητα του, και δε δύνεται να ιδεί ξανά πατρίδα᾿
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, δεν έχει πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
νῦν αὖ παῖδ᾿ ἀγαπητὸν ἀποκτεῖναι μεμάασιν Τώρα γυρεύουν να σκοτώσουνε και τον άκριβογιό του,
οἴκαδε νισόμενον: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν πίσω ως διαγέρνει ταξιδεύτηκε μαθές στην άγια Πύλο
20 ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾿ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.» και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τι απόγινε να μάθει.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς: Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστιβάχτης:
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων. «Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της οδοντωσιάς το φράχτη;
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή, Δική σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών; να πάρει απ᾿ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
25 Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως, δύνασαι γάρ, Και τον Τηλέμαχο —στο χέρι σου— προβόδα τον, ως ξέρεις,
ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται, στη γη την πατρική του ανέβλαβος να φτάσει, κι οι μνηστήρες
μνηστῆρες δ᾿ ἐν νηὶ: παλιμπετὲς ἀπονέωνται.» πίσω να στρέψουν δίχως όφελος με πλεούμενό τους.»
ἦ ῥα καὶ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα: Αυτά είπε, και γυρνώντας μίλησε στον ακριβό το γιο του:
«Ἑρμεία, σὺ γὰρ αὖτε τά τ᾿ ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι, «Για τρέχα, Ερμή— μαντατφόρο μας δεν έχουμε άλλο, ξέρεις—
30 νύμφῃ ἐυπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, τον ορισμό μας τον αλάθευτης ομορφομαλούσας
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται ξωθιάς να πεις, ο καρτερόψυχος να στρέψει πια Οδυσσέας
οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων: πίσω στο σπίτι του, ασυντρόφιαστος κι από θεούς κι ανθρώπους·
ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων πάνω σε μια πλωτή ξυλόδετη, τραβώντας μύρια πάθη,
ἤματί κ᾿ εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο, σε είκοσι μέρες στην παχιόβωλη να φτάσει τη Σχερία,
35 στων Φαίακων το νησί, που η φύτρα τους με των θεών λογιέται.
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν, Εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τον τιμήσουν όλοι
οἵ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσιν, και θα τον στείλουν με καράβι τους στη γη την πατρική του,
πέμψουσιν δ᾿ ἐν νηὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, με απλοχεριά χαλκό και μάλαμα και ρούχα δίνοντας του
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες, πολλά· ποτέ απ᾿ την Τροία δε θά 'φερνε τόσα ο Οδυσσέας μαζί
πόλλ᾿, ὅσ᾿ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾿ Ὀδυσσεύς,
του,