Page 62 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 62

61




               40   εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληίδος αἶσαν.   κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν᾿
                    ὣς γάρ οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι   γιατί του μέλλεται τους φίλους του να ιδεί και να διαγείρει
                    οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»   στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στο πατρικό του χώμα.»
                    ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε διάκτορος ἀργεϊφόντης.   Είπε, κι ο Αργοφονιάς τον άκουσεν Ερμής, ο ψυχολάτης,
                    αὐτίκ᾿ ἔπειθ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,   και δίχως άργητα στα πόδια του χρυσά περνάει σαντάλια,

               45                                           πανώρια, αθάνατα, που ανάλαφρα, σαν τις πνοές του ανέμου,
                    ἀμβρόσια χρύσεια, τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ᾿ ὑγρὴν
                                                            τον φέρναν πάνω απ᾿ τις απέραντες στεριές και τα πελάγη.
                    ἠδ᾿ ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο.
                    εἵλετο δὲ ῥάβδον, τῇ τ᾿ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει,   Και πήρε το ραβδί στο χέρι του, που των θνητών τα μάτια
                                                            γητεύει,
                    ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾿ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει.   σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο'
                    τὴν μετὰ χερσὶν ἔχων πέτετο κρατὺς ἀργεϊφόντης.
                                                            με αυτό και τότε ο τρανοδύναμος Αργοφονιάς πετούσε.

               50   Πιερίην δ᾿ ἐπιβὰς ἐξ αἰθέρος ἔμπεσε πόντῳ:   Περνώντας την Πιερία στη θάλασσα κατέβη απ᾿ τον αιθέρα
                    σεύατ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς,   και πήρε πάνω από τα κύματα να τρέχει, ωσάν το γλάρο,
                    ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο   που ως ψάρια πιάνει στης ακάρπιστης της θάλασσας τα βάθη
                    ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ:   τ᾿ άγρια, νοτίζει τις φτερούγες του στην άρμη της· παρόμοια
                    τῷ ἴκελος πολέεσσιν ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς.   κι ο Ερμής την ώρα αυτή τα κύματα προσδιάβαινε τα πλήθια.

               55                                           Μα ως στο νησί πετώντας έφτασε το αλαργινό, πια αφήκε
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ᾿ ἐοῦσαν,
                                                            το ανταριασμένο πέλαο πίσω του, και στη στεριά πατώντας
                    ἔνθ᾿ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
                                                            τράβηξε ομπρός, στο σπήλιο ως που 'φτασε το μέγα της
                    ἤιεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
                                                            νεράιδας
                    ναῖεν ἐυπλόκαμος: τὴν δ᾿ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
                                                            της ομορφόμαλλης᾿ να βρίσκεται την πέτυχε στο σπίτι'
                    πῦρ μὲν ἐπ᾿ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ᾿ ὀδμὴ
                                                            φωτιά τρανή στο τζάκι ελάβριζε, και το νησί ένα γύρο
               60   κέδρου τ᾿ εὐκεάτοιο θύου τ᾿ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει   μοσκοβολούσε απ᾿ τον καλόσκιστο κέδρο και τη θούγια,
                    δαιομένων: ἡ δ᾿ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾿ ὀπὶ καλῇ   ως καίουνταν᾿ κι εκείνης η γάργαρη φωνή ακουγόταν μέσα,
                    ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾿ ὕφαινεν.   καθώς στον αργαλειό της ύφαινε με ολόχρυση σαγίτα.
                    ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,    Το σπήλιο δάσο περίζωνε δροσάτο, φουντωμένο,
                    κλήθρη τ᾿ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.   σκλήθρες και λεύκες και μοσκόβολα τρογύρα κυπαρίσσια.

               65   ἔνθα δέ τ᾿ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,   Που πια κούρνιαζαν απλοφτέρουγα στα κλωνιά τους, γεράκια
                    σκῶπές τ᾿ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι   και κουκουβάγιες και μακρόγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
                    εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.   που ολημερίς πετούν στα πέλαγα. Κι εκεί, κατάντικρά σου,
                    ἡ δ᾿ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο   κληματαριά θωρούσες, που άπλωνε βλαστούς θρασομανώντας
                    ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.    στο βαθουλό το σπήλιο ολόγυρα, σταφύλια φορτωμένη.

               70   κρῆναι δ᾿ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,   Κι ήταν αράδα βρύσες τέσσερεις, η μια στην άλλη δίπλα,
                    πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.   μα αλλούθε η καθεμιά τους ξέχυνε τα γάργαρα νερά της.
                    ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου   Από αγριοβιόλες κι αγριοσέλινα λιβάδια πρασίνιζαν
                    θήλεον. ἔνθα κ᾿ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν   ζερβά δεξιά᾿ κι ένας αθάνατος στα μέρη αυτά να 'ρχόταν,
                    θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.   θα θάμαζε και θ᾿ αναγάλλιαζε, θωρώντας τα, στα φρένα.

               75   ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος ἀργεϊφόντης.   Εκεί κι ο Αργοφονιάς θαμάζοντας εστάθη ο ψυχολάτης,
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,    κι αφού τα θάμαξε ολα γύρω του, κινάει μετά και μπαίνει
                    αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην   στο σπήλιο το φαρδύ. Κι αντίκρυ της η Καλυψώ ως τον είδε,
                    ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων:     η αρχόντισσα θεά, τον γνώρισε σε μια στιγμή ποιος ήταν
                    οὐ γάρ τ᾿ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται   τι οι αθάνατοι θεοί γνωρίζουνται καλά συνάλληλα τους,

               80   ἀθάνατοι, οὐδ᾿ εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.   ακόμα κι αν κανείς τους κάθεται σε μακρυσμένους τόπους.
                    οὐδ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,   Μέσα δε βρήκε τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα μονάχα'
                    ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,  τι εκείνος στο γιαλό καθούμενος, ως πάντα που, θρηνούσε,
   57   58   59   60   61   62   63   64   65   66   67