Page 57 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 57

56




                    ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο   Τάχα να πεις στις σκλάβες έρχεσαι του θεϊκού Οδυσσέα,
                    ἔργων παύσασθαι, σφίσι δ᾿ αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι;   τις άλλες τους δουλειές αφήνοντας, να τους γνοιαστούν το γιόμα;
                    μὴ μνηστεύσαντες μηδ᾿ ἄλλοθ᾿ ὁμιλήσαντες   Θε μου, να μη μονοσυνάζουνταν, να μη με θέλαν ταίρι,

               685  ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν:   και να 'ταν η στερνή κι ολόστερνη φορά που εδώ δειπνούνε! —
                    οἳ θάμ᾿ ἀγειρόμενοι βίοτον κατακείρετε πολλόν,   που κάθε λίγο μαζευόσαστε κι ό,τι έχουμε μας τρώτε,
                    κτῆσιν Τηλεμάχοιο δαί̈φρονος: οὐδέ τι πατρῶν   το βιος του γνωστικού Τηλέμαχου. Σε χρόνια περασμένα᾿
                    ὑμετέρων τὸ πρόσθεν ἀκούετε, παῖδες ἐόντες,   απ᾿ τους γονιούς σας δεν ακούσατε, παιδιά σαν ήστε ακόμα,
                    οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μεθ᾿ ὑμετέροισι τοκεῦσιν,   με πόση αγάπη στους πατέρες σας φερνόταν ο Οδυσσέας;

               690  οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον οὔτε τι εἰπὼν   Ποτέ κανέναν δεν αδίκησε με λόγο για με πράξη,
                    ἐν δήμῳ, ἥ τ᾿ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων:   καθώς το συνηθίζουν όλοι τους οι ισόθεοι βασιλιάδες,
                    ἄλλον κ᾿ ἐχθαίρῃσι βροτῶν, ἄλλον κε φιλοίη.   που άλλον μισούν απ᾿ τους ανθρώπους τους και σ᾿ άλλο αγάπη
                    κεῖνος δ᾿ οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα   δείχνουν.
                    ἐώργει.                               Εκείνος ανομιά δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν.
                    ἀλλ᾿ ὁ μὲν ὑμέτερος θυμὸς καὶ ἀεικέα ἔργα   Μα εσάς τα φυσικό και τ᾿ άπρεπα ξεσκεπάστηκαν έργα!

               695  φαίνεται, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ᾿ ἐυεργέων.»   Κάνεις καλό — και πότε αργότερα σου το χρωστούνε χάρη;»
                    τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:   Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, - που 'χε περίσσια γνώση:
                    «αἲ γὰρ δή, βασίλεια, τόδε πλεῖστον κακὸν εἴη.   «Να 'ταν αυτό που λες, βασίλισσα, το πιο κακό, μακάρι!
                    ἀλλὰ πολὺ μεῖζόν τε καὶ ἀργαλεώτερον ἄλλο   Κάτι άλλο, ακόμα μεγαλύτερο και πιο φριχτό οι μνηστήρες
                    μνηστῆρες φράζονται, ὃ μὴ τελέσειε Κρονίων:   τώρα μελέτησαν στα φρένα τους, που ο Δίας να μην το στρέξει:

               700  Τηλέμαχον μεμάασι κατακτάμεν ὀξέι χαλκῷ   Ως πίσω θα γυρνά ο Τηλέμαχος, να τον σκοτώσουν θέλουν
                    οἴκαδε νισόμενον: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν   με κοφτερό χαλκό· τι εκίνησε να πάει στην άγια Πύλο
                    ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾿ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»   και στη θεϊκιά τη Σπάρτη, ο κύρης του τι απόγινε να μάθει.»
                    ὣς φάτο, τῆς δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,  Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά της,
                    δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε: τὼ δέ οἱ ὄσσε   κι έτσι πολληώρα απόμεινε άλαλη, και πλημμύρισαν δάκρυα

               705                                        τα δυο τα μάτια της, και πιάστηκεν η γάργαρη φωνή της.
                    δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή.   Αργά στο τέλος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    ὀψὲ δὲ δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε:   «Ποιος λόγος, κράχτη, ο γιος μου που 'φυγε; Ποια ανάγκη τον
                    «κῆρυξ, τίπτε δέ μοι πάϊς οἴχεται; οὐδέ τί μιν χρεὼ   κρατούσε
                    νηῶν ὠκυπόρων ἐπιβαινέμεν, αἵ θ᾿ ἁλὸς ἵπποι   να μπει στα πλοία τα γοργοτάξιδα, που τα 'χουν οι άντρες γι άτια
                    ἀνδράσι γίγνονται, περόωσι δὲ πουλὺν ἐφ᾿ ὑγρήν.
                                                          μέσα στα κύματα, της θάλασσας τις στράτες σα διαβαίνουν;

               710  ἦ ἵνα μηδ᾿ ὄνομ᾿ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποισι λίπηται;»   Για να χαθεί απ᾿ τον κόσμο ανέγνωρο και τ᾿ όνομά του ακόμα;»
                    τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:   Της αποκρίθη τότε ο Μέδοντας, που 'χε περίσσια γνώση:
                    «οὐκ οἶδ᾿ ἤ τίς μιν θεὸς ὤρορεν, ἦε καὶ αὐτοῦ   «Θεός κανένας αν τον έσπρωξε δεν ξέρω, για αν μονάχος,
                    θυμὸς ἐφωρμήθη ἴμεν ἐς Πύλον, ὄφρα πύθηται   να πάει στην Πύλο πέρα γύρεψε, να μάθει για τον κύρη,
                    πατρὸς ἑοῦ ἢ νόστον ἢ ὅν τινα πότμον ἐπέσπεν.»    αν είναι να γυρίσει σπίτι του για ποιος χαμός τον βρήκε.»
               715  ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ᾿ Ὀδυσῆος.   Είπε, και διάβηκε τις κάμαρες του παλατιού, να φύγει.
                    τὴν δ᾿ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτ᾿   Κι εκείνην ο καημός την έζωσε, να την ψυχομαράνει·
                    ἔτλη                                  να κάτσει σε σκαμνί δεν πρόφτασε, κι ας ήταν τόσα μέσα,
                    δίφρῳ ἐφέζεσθαι πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων,   μον᾿ στο κατώφλι κοντοκάθισε του στέριου γυναικίτη
                    ἀλλ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο   με σπαραγμό θρηνώντας· γύρω της σιγόκλαιγαν κι οι σκλάβες,
                    οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένη: περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον

               720  πᾶσαι, ὅσαι κατὰ δώματ᾿ ἔσαν νέαι ἠδὲ παλαιαί.   νιές και γερόντισσες, που βρέθηκαν την ώρα αυτή στο σπίτι.
                    τῇς δ᾿ ἁδινὸν γοόωσα μετηύδα Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη πήρε κι έλεγε στα κλάματα της μέσα:
                    «κλῦτε, φίλαι: πέρι γάρ μοι Ὀλύμπιος ἄλγε᾿ ἔδωκεν   «Καλές μου, ακούστε! Ο ρήγας του Ολύμπου μ᾿ έχει ποτίσει πίκρες
                    ἐκ πασέων, ὅσσαι μοι ὁμοῦ τράφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο:   απ᾿ όλες πιο τις συνανάθροφες και συνομήλικες μου.
   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62