Page 54 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 54
53
«‘τούτους μὲν δὴ οἶδα: σὺ δὲ τρίτον ἄνδρ᾿ ὀνόμαζε, ,, Γι᾿ αυτους πια ξέρω᾿ τώρα λέγε μου τον τρίτο πως τον λένε;
ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ ποιος είναι ο ζωντανός στ᾿ απέραντα πελάγη που κρατιέται,
ἠὲ θανών: ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι’. για κι ο νεκρός; ν᾿ ακουσω θα 'θελα, κι ας νιώθω πίκρα τόση.»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
προσέειπεν:
555 ‘υἱὸς Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων: ,, Του Λαέρτη ο γιος είναι, που κάθεται στο κάστρο της Ιθάκης᾿
τὸν δ᾿ ἴδον ἐν νήσῳ θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντα, σ᾿ ενα νησί τον είδα, αδιάκοπα να κλαίει και να θρηνάται'
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ η Καλυψώ η ξωθιά στο σπίτι της τόνε κρατεί δικό της
ἴσχει: ὁ δ᾿ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι: αθέλητα του, κι ουδέ δύνεται να ιδεί ξανά πατρίδα'
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι, δεν έχει πια μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
560 οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης. στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
σοι δ᾿ οὐ θέσφατόν ἐστι, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε, Μα εσένα η μοίρα, αρχοντογέννητε Μενέλαε, δε σου γράφει
Ἄργει ἐν ἱπποβότῳ θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, στο αλογοθρόφο το Άργός κλείνοντας τα μάτια να πεθάνεις·
ἀλλά σ᾿ ἐς Ἠλύσιον πεδίον καὶ πείρατα γαίης στην τέλειωση της γης οι αθάνατοι και στους Ηλύσιους κάμπους,
ἀθάνατοι πέμψουσιν, ὅθι ξανθὸς Ῥαδάμανθυς, που κυβερνά ο ξανθός Ραδάμανθης, λογιάζουν να σε στείλουν,
565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν: όπου περνούν οι ανθρώποι ξέγνοιαστη ζωή, μακάρια, δίχως
οὐ νιφετός, οὔτ᾿ ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ᾿ ὄμβρος, μηδέ βροχές μηδέ χιονόκαιρα μηδέ βαριούς χειμώνες.
ἀλλ᾿ αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος ἀήτας Ο Ωκεανός εκεί του Ζέφυρου πνοές γλυκές, καθάριες
Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους: αφήνει να φυσούν, να χαίρουντοα δροσιές οι ανθρώποι πάντα᾿
οὕνεκ᾿ ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι’. τι αφού έχεις την Ελένη ταίρι σου, του Δία γαμπρός λογιέσαι."
570 «ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα. Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα᾿
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἅμ᾿ ἀντιθέοις ἑτάροισιν κι εγώ με τους ισόθεους τράβηξα συντρόφους στα καράβια,
ἤια, πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι. και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν, Κι ως κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενο μας,
δόρπον θ᾿ ὁπλισάμεσθ᾿, ἐπί τ᾿ ἤλυθεν ἀμβροσίη η νύχτα πριν πλακώσει η αθάνατη, στρωθήκαμε στο δείπνο'
νύξ,
575 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. μετά πλαγιάσαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας επάνω.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
νῆας μὲν πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν, σύραμε πρώτα τα καράβια μας στο θείο το κύμα μέσα
ἐν δ᾿ ἱστοὺς τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηυσὶν ἐίσῃς, και στήσαμε κατάρτια κι άρμενα στα ζυγιαστά καράβια·
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον: μετά κι οι σύντροφοί μου ανέβηκαν, και στα ζυγά ως καθίσαν
580 ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν
ἂψ δ᾿ εἰς Αἰγύπτοιο διιπετέος ποταμοῖο και πίσω στο ουρανοκατέβατο της Αίγυπτος ποτάμι
στῆσα νέας, καὶ ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας. φτάνω κι αράζω, κι αψεγάδιαστες τρανές θυσίες προσφέρνω.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατέπαυσα θεῶν χόλον αἰὲν ἐόντων, Κι ως τους αθάνατους μαλάκωσα θεούς, ασκώνω μνήμα
χεῦ᾿ Ἀγαμέμνονι τύμβον, ἵν᾿ ἄσβεστον κλέος εἴη. στον Αγαμέμνονα, αλησμόνητο να μείνει τ᾿ όνομά του.
585 ταῦτα τελευτήσας νεόμην, ἔδοσαν δέ μοι οὖρον Κι αυτά σαν τέλεψα, ξεκίνησα, κι οι αθάνατοι μου στείλαν
ἀθάνατοι, τοί μ᾿ ὦκα φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔπεμψαν. πρίμον αγέρα, προβοδώντας με στη γη την πατρική μου.
ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν, Μον᾿ έλα τώρα, στο παλάτι μου να μείνεις θέλω ακόμα,
ὄφρα κεν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται: κι άμα διαβούνε δέκα δώδεκα μερόνυχτα, σε στέλνω
καὶ τότε σ᾿ εὖ πέμψω, δώσω δέ τοι ἀγλαὰ δῶρα, με το καλό πια τότε σπίτι σου᾿ και δώρα θα σου δώσω,
590 τρεῖς ἵππους καὶ δίφρον ἐύξοον: αὐτὰρ ἔπειτα αμάξι τορνευτό, να χαίρεσαι, κι άλογα τρία, κι ακόμα
δώσω καλὸν ἄλεισον, ἵνα σπένδῃσθα θεοῖσιν θα 'χεις πανώρια κούπα χάρισμα, στο νου σου να με φέρνεις,
ἀθανάτοις ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα.» κάθε φορά που στους αθάνατους θεους σπονδές σταλάζεις.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει: