Page 52 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 52
51
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν, Μα εσύ μολόγα μου, τι οι αθάνατοι θεοί τα ξέρουν όλα,
ὅς τίς μ᾿ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου, ποιος αναιώνιος τάχα μ᾿ έδεσε και μου 'κλεισε το δρόμο;
470 νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.’ και πως την ψαροθρόφα θάλασσα περνώντας θα γυρίσω;
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
προσέειπεν: Όμως στο Δία και στους επίλοιπους θεούς τρανές χρωστούσες
‘ἀλλὰ μάλ᾿ ὤφελλες Διί τ᾿ ἄλλοισίν τε θεοῖσι θυσίες να κάνεις, όταν γύριζες, πριν σκίσεις το κρασάτο'
ῥέξας ἱερὰ κάλ᾿ ἀναβαινέμεν, ὄφρα τάχιστα το πέλαο, για να φτάσεις γρήγορα στη γη την πατρική σου·
σὴν ἐς πατρίδ᾿ ἵκοιο πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
475 οὐ γάρ τοι πρὶν μοῖρα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι τι τους δικούς σου δε σου μέλλεται να ιδείς και να διαγείρεις
οἶκον ἐυκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, στο αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στο πατρικό σου χώμα,
πρίν γ᾿ ὅτ᾿ ἂν Αἰγύπτοιο, διιπετέος ποταμοῖο, πριχού στον ουρανοκατέβατο τον ποταμό και πάλε,
αὖτις ὕδωρ ἔλθῃς ῥέξῃς θ᾿ ἱερὰς ἑκατόμβας στου Αιγύπτου τα νερά, διαγέρνοντας θυσίες τρανές προσφέρεις
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι: τιμώντας τους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν.
480 καὶ τότε τοι δώσουσιν ὁδὸν θεοί, ἣν σὺ μενοινᾷς.’ Αλλιώς οι αθάνατοι δε δίνουνε τη στράτα που γυρεύεις."
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, Στα λόγια τούτα εμένα ράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
οὕνεκά μ᾿ αὖτις ἄνωγεν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον που απά στο πέλαο το αχνογάλαζο να κάνω με κινούσε
Αἴγυπτόνδ᾿ ἰέναι, δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε. της Αίγυπτος ξανά το δύσκολο και μακρινό ταξίδι.
ἀλλὰ καὶ ὣς μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπον: Ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
485 «‘ταῦτα μὲν οὕτω δὴ τελέω, γέρον, ὡς σὺ κελεύεις. ,, Όλα όσα μου 'πες τώρα, γέροντα, Θα γίνουν, ως προστάζεις·
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, μον᾿ έλα, ακόμα αυτό μολόγα μου, την πάσα αλήθεια πες μου,
ἢ πάντες σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί, αν όλοι οι Αργίτες, όσοι ο Νέστορας κι εγώ απ᾿ την Τροία κινώντας
οὓς Νέστωρ καὶ ἐγὼ λίπομεν Τροίηθεν ἰόντες, αφήκαμε εκεί πέρα, απείραχτοι με τ᾿ άρμενα γύρισαν
ἦέ τις ὤλετ᾿ ὀλέθρῳ ἀδευκέι ἧς ἐπὶ νηὸς για μπας κι ως τέλεψε τον πόλεμο, κανείς στο πλοίο του εχάθη
490 ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν’. για και τον βρήκε ο πικροθάνατος στα χέρια των δικών του;»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
προσέειπεν: ,, Υγιέ του Ατρέα, γιατί με ρώτησες για τούτα; ποιος ο λόγος
Ἀτρεί̈δη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τί σε χρὴ να τα κατέχεις, κι ό,τι μέσα μου κρυφό φυλάω να μάθεις;
ἴδμεναι, οὐδὲ δαῆναι ἐμὸν νόον: οὐδέ σέ φημι Ακούγοντας πολληώρα αδάκρυτος σου λέω πως δε θα μείνεις!
δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι, ἐπὴν ἐὺ πάντα πύθηαι.
495 πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο: Πολλοί σκοτώθηκαν, κι απόμειναν πολλοί· μα απ᾿ τους προλάτες
ἀρχοὶ δ᾿ αὖ δύο μοῦνοι Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων των Αχαιών των χαλκοθώρακων στου γυρισμού το δρόμο
ἐν νόστῳ ἀπόλοντο: μάχῃ δέ τε καὶ σὺ παρῆσθα. δυο μόνο χάθηκαν (στον πόλεμο και συ μπροστά βρισκόσουν)·
εἷς δ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ. ζει κι ένας, μα κλεισμένος βρίσκεται στα πλατιά πέλαα κάπου.
«Αἴας μὲν μετὰ νηυσὶ δάμη δολιχηρέτμοισι. Ο λοκρός Αίαντας στα μακρόκουπα καράβια μέσα εχάθη'
500 Γυρῇσίν μιν πρῶτα Ποσειδάων ἐπέλασσεν τον είχε στης Γυρής τα τρίψηλα ριγμένο επάνω βράχια
πέτρῃσιν μεγάλῃσι καὶ ἐξεσάωσε θαλάσσης: ο Ποσειδώνας κι απ᾿ τα κύματα γλιτώσει και του Χάρου
καί νύ κεν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ, θα ξέφευγε, η Παλλάδα μάνητα βαριά κι ας του κρατούσε,
εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε καὶ μέγ᾿ ἀάσθη: λόγο μεγάλο αν δεν ξεστόμιζε, κακό της κεφαλής του:
φῆ ῥ᾿ ἀέκητι θεῶν φυγέειν μέγα λαῖτμα θαλάσσης. καυκίστη δυνατά πως ξέφυγε της θάλασσας τα πλάτη
505 τοῦ δὲ Ποσειδάων μεγάλ᾿ ἔκλυεν αὐδήσαντος: στο πείσμα των θεών κι ως άκουσε το λόγο ο Ποσειδώνας,
αὐτίκ᾿ ἔπειτα τρίαιναν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν μεμιάς αρπάζει το τρικράνι του στα δυνατά του χέρια
ἤλασε Γυραίην πέτρην, ἀπὸ δ᾿ ἔσχισεν αὐτήν: και της Γυρής το βράχο εχτύπησε, στα δυο χωρίζοντάς τον'
καὶ τὸ μὲν αὐτόθι μεῖνε, τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ, κι έμεινε εκεί ο μισός το απόκομμα, που πάνω του καθόταν,
τῷ ῥ᾿ Αἴας τὸ πρῶτον ἐφεζόμενος μέγ᾿ ἀάσθη: ο Αίας την ώρα που καυκίστηκε, στο πέλαο μέσα πέφτει,