Page 55 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 55

54




                    «Ἀτρεί̈δη, μὴ δή με πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾿ ἔρυκε.   «Υγιέ του Ατρέα, καιρό περσσότερο μη μου ζητάς να μείνω!
               595  καὶ γάρ κ᾿ εἰς ἐνιαυτὸν ἐγὼ παρὰ σοί γ᾿ ἀνεχοίμην   Ακέριο χρόνο εγώ θα το 'θελα να κάθουμαι κοντά σου,
                    ἥμενος, οὐδέ κέ μ᾿ οἴκου ἕλοι πόθος οὐδὲ τοκήων:   χωρίς ν᾿ αποζητώ το σπίτι μου μηδέ και τους γονιούς μου᾿
                    αἰνῶς γὰρ μύθοισιν ἔπεσσί τε σοῖσιν ἀκούων   τόσου ν᾿ ακούω τα λόγια σου και τις κουβέντες σου όλες
                    τέρπομαι. ἀλλ᾿ ἤδη μοι ἀνιάζουσιν ἑταῖροι   μου αρέσει᾿ ωστόσο κι οι σύντροφοί μου στην άγια Πύλο θα 'χουν
                    ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ: σὺ δέ με χρόνον ἐνθάδ᾿ ἐρύκεις.   πια βαρεθεί, που εσύ δε μ᾿ αφήκες νωρίτερα να φύγω.
               600  δῶρον δ᾿ ὅττι κέ μοι δοίης, κειμήλιον ἔστω:   Κι ό,τι μου δώκεις, να φυλάγεται θα το 'θελα στο σπίτι.
                    ἵππους δ᾿ εἰς Ἰθάκην οὐκ ἄξομαι, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ   Μαζί μου στην Ιθάκη αλόγατα δεν παίρνω· θα τ᾿ αφήσω
                    ἐνθάδε λείψω ἄγαλμα: σὺ γὰρ πεδίοιο ἀνάσσεις   στον ίδιο εσένα να τα χαίρεσαι. τι εσύ εδώ πέρα ορίζεις
                    εὐρέος, ᾧ ἔνι μὲν λωτὸς πολύς, ἐν δὲ κύπειρον   διάπλατο κάμπο, όπου και κύπερη φυτρώνει και τριφύλλι
                    πυροί τε ζειαί τε ἰδ᾿ εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν.   και βίκο κι άσπρο, αδερφοκλώνιαστο κριθάρι και σιτάρι.

               605  ἐν δ᾿ Ἰθάκῃ οὔτ᾿ ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών:   Ρούγες φαρδιές εμείς δεν έχουμε μηδέ λιβάδια, μόνο
                    αἰγίβοτος, καὶ μᾶλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο.   γιδοβοσκές, μα κι οι αλογότοποι τέτοια ομορφιά δεν έχουν.
                    οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ᾿ ἐυλείμων,   Κανένα απ᾿ τα νησιά της θάλασσας δεν είναι με λιβάδια,
                    αἵ θ᾿ ἁλὶ κεκλίαται: Ἰθάκη δέ τε καὶ περὶ πασέων.»   κι ουδέ μπορουν να θρέφουν άλογα — κι η Ιθάκη πάνω απ᾿ όλα.»
                    ὣς φάτο, μείδησεν δὲ βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,   Έτσι μιλουσε, κι ο βροντόφωνος Μενέλαος με το χέρι

               610  χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   τον χάιδεψε, του χαμογέλασε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, φίλον τέκος, οἷ᾿ ἀγορεύεις:   «Αρχοντικιά είναι, γιε μου, η φύτρα σου, τα λόγια σου το δείχνουν,
                    τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω: δύναμαι γάρ.   γι᾿ αυτό σου μεταλλάζω τ᾿ άλογα, τι μου περνά απ᾿ το χέρι·
                    δώρων δ᾿ ὅσσ᾿ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,   Απ᾿ τ᾿ αγαθά που στο παλάτι μου βρίσκονται φυλαγμένα
                    δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστιν:   εγώ το πιο ακριβό, το πιο όμορφο θα σου χαρίσω τώρα:

               615  δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον: ἀργύρεος δὲ   Ένα κροντήρι καλοδουλευτο σου δίνω, ακέριο ασήμι,
                    ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ᾿ χείλεα κεκράανται,   που 'ναι τα χείλια του με μάλαμα ψηλά μαργελωμένα,
                    ἔργον δ᾿ Ἡφαίστοιο. πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,   δουλειά του Ηφαίστου· μου το χάρισε των Σιδονίων ο ρήγας;
                    Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾿ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε   ο τρανός Φαίδιμος, σα βρέθηκα, στου γυρισμού το δρόμο,
                    κεῖσέ με νοστήσαντα: τεὶ̈ν δ᾿ ἐθέλω τόδ᾿ ὀπάσσαι.»   κει πέρα και με δέχτη σπίτι του᾿ τώρα το δίνω εσένα.»

               620  ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Έτσι. μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, κι ωστόσο
                    δαιτυμόνες δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἴσαν θείου βασιλῆος.   του θείου του βασιλιά οι συντράπεζοι τραβούσαν στο παλάτι,
                    οἱ δ᾿ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾿ ἐυήνορα οἶνον:   κι αρνιά να φάνε σέρναν, κι έφερναν κρασί αντρειανό να πιούνε·
                    σῖτον δέ σφ᾿ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον.   ψωμί τους στέλναν οι γυναίκες τους οι ομορφομαντιλούσες.
                    ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο.    Μες στο παλάτι ετούτοι σύνταζαν το γιόμα· κι οι μνηστήρες

               625  μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο   την ώρα τους περνούσαν παίζοντας, και ρίχναν στο σημάδι
                    δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες   μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο, με δίσκους, με κοντάρια,
                    ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.   στο πατημένο σιάδι, όπου 'παιζαν οι αδιάντροποι και πρώτα.
                    Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,   Εκεί κι ο Αντίνοος κι ο θεόμορφος Ευρύμαχος καθόνταν,
                    ἀρχοὶ μνηστήρων, ἀρετῇ δ᾿ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι.   οι πρώτοι απ᾿ τους μνηστήρες, άρχοντες όλο αντριγιά κι αξιότη.

               630  τοῖς δ᾿ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν   Ξάφνου ο Νοήμονας τους ζύγωσε με βιάση, ο γιος του Φρόνιου,
                    Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν:   και στον Αντίνοο πήρε κι έλεγε και τέτοια τον ρωτούσε:
                    «Ἀντίνο᾿, ἦ ῥά τι ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν, ἦε καὶ οὐκί,   «Αντίνοε, τάχα το κατέχουμε για κι όχι, πότε θα᾿ ρθει,
                    ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ᾿ ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος;   από την Πύλο πια ο Τηλέμαχος την αμμουδάτη πίσω;
                    νῆά μοι οἴχετ᾿ ἄγων: ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς   Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα το 'χω ανάγκη,

               635  Ἤλιδ᾿ ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, ἔνθα μοι ἵπποι   στους κάμπους να διαβώ της Ήλιδας· έχω μαθές φοράδες,
                    δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾿ ἡμίονοι ταλαεργοὶ   δώδεκα εκεί και μου βυζαίνουνε βασταγερά μουλάρια,
                    ἀδμῆτες: τῶν κέν τιν᾿ ἐλασσάμενος δαμασαίμην.»   άζευτα ακόμα — κάποιο να 'παιρνα, πια στο ζυγό να στρώσω.»
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60