Page 60 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 60

59




               810  «τίπτε, κασιγνήτη, δεῦρ᾿ ἤλυθες; οὔ τι πάρος γε   «Τι θες εδώ, αδερφή; Στα μέρη μας πιο πρώτα δεν ερχόσουν
                    πωλέ᾿, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι δώματα ναίεις:   συχνά, κι αλάργα είναι το σπίτι σου πολυ. Τι μου γυρεύεις
                    καί με κέλεαι παύσασθαι ὀιζύος ἠδ᾿ ὀδυνάων   να πάψω τώρα εγώ τα κλάματα, τις πίκρες να ξεχάσω,
                    πολλέων, αἵ μ᾿ ἐρέθουσι κατὰ φρένα καὶ κατὰ   που αρίφνητες βαθιά σπαράζουνε το νου και την καρδιά μου;
                    θυμόν,                                Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
                    ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,

               815  παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν,   που μες στους Αχαιούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι
                    ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον   στο Άργός βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
                    Ἄργος:                                Κι ο ακριβογιός μου τώρα ανέβηκε σε βαθουλό καράβι,
                    νῦν αὖ παῖς ἀγαπητὸς ἔβη κοίλης ἐπὶ νηός,   παιδί μικρό, σε κόπους άπραγος κι ακάτεχος σε λόγια.
                    νήπιος, οὔτε πόνων ἐὺ εἰδὼς οὔτ᾿ ἀγοράων.   Για τούτον πια εγώ τώρα μύρουμαι μαθές παρά για κείνον
                    τοῦ δὴ ἐγὼ καὶ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ περ ἐκείνου:

               820  τοῦ δ᾿ ἀμφιτρομέω καὶ δείδια, μή τι πάθῃσιν,   για τούτον τρέμω εγώ και σκιάζουμαι, μην τύχει και μου πάθει
                    ἢ ὅ γε τῶν ἐνὶ δήμῳ, ἵν᾿ οἴχεται, ἢ ἐνὶ πόντῳ:   για εκεί στους ξένους τόπους που 'φυγε, για στα βαθιά πελάγη·
                    δυσμενέες γὰρ πολλοὶ ἐπ᾿ αὐτῷ μηχανόωνται,   τι έχει πολλούς ο γιος μου αντίδικους, που το κακό του κλώθουν,
                    ἱέμενοι κτεῖναι πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι.»   να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει.»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν:   Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά της δίνει:

               825  «θάρσει, μηδέ τι πάγχυ μετὰ φρεσὶ δείδιθι λίην:   «Κάμε κουράγιο και στα φρένα σου μην κακοβάνεις τόσο·
                    τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ᾿ ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι   τι τέτοιο συνεβγάλτη αξιώθηκε να 'χει μαζί, που κι άλλοι
                    ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι, δύναται γάρ,   να τους παράστεκε θα γύρευαν — τόση είναι η μπόρεση του! —
                    Παλλὰς Ἀθηναίη: σὲ δ᾿ ὀδυρομένην ἐλεαίρει:   την Αθηνά Παλλάδα, που 'νιωσε στους θρήνους σου συμπόνια,
                    ἣ νῦν με προέηκε τεὶ̈ν τάδε μυθήσασθαι.»   γι᾿ αυτό κοντά σου τώρα μ᾿ έστειλε, τα λόγια μου ν᾿ ακούσεις.»
               830  τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
                    «εἰ μὲν δὴ θεός ἐσσι θεοῖό τε ἔκλυες αὐδῆς,   «Θεός αλήθεια αν είσαι κι άκουσες ενός θεού τα λόγια,
                    εἰ δ᾿ ἄγε μοι καὶ κεῖνον ὀιζυρὸν κατάλεξον,   αχ, και για κείνον τον τρισάμοιρο για μίλησε μου τώρα,
                    ἤ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο,   αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα,
                    ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀίδαο δόμοισι.»   για αν τον εβρήκε κιόλα ο θάνατος κι έχει διαβεί στον Άδη.»

               835  τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενον προσέφη εἴδωλον ἀμαυρόν:   Κι ο ανάερος ίσκιος τότε γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
                    «οὐ μέν τοι κεῖνόν γε διηνεκέως ἀγορεύσω,   «Μην περιμένεις απ᾿ το στόμα μου να βγει για κείνον λέξη,
                    ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δ᾿ ἀνεμώλια βάζειν.»   αν ζει για αν πέθανε· είναι αταίριαστο να λέω του ανέμου λόγια.»
                    ὣς εἰπὸν σταθμοῖο παρὰ κληῖδα λιάσθη   Αυτά είπε, κι απ᾿ του σύρτη εδιάβηκε πλάι το λουρί, κι εχάθη
                    ἐς πνοιὰς ἀνέμων. ἡ δ᾿ ἐξ ὕπνου ἀνόρουσε   στου ανέμου τις πνοές. Πετάχτηκε κι εκείνη από τον ύπνο,

               840  κούρη Ἰκαρίοιο: φίλον δέ οἱ ἦτορ ἰάνθη,   του Ικάριου η κόρη, και στα στήθη της είχε η καρδιά γλυκάνει,
                    ὥς οἱ ἐναργὲς ὄνειρον ἐπέσσυτο νυκτὸς ἀμολγῷ.   που τόσο φανερό είδε τ᾿ όνειρο μες στην καρδιά της νύχτας.
                    μνηστῆρες δ᾿ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα   Στις στράτες του πελάγου αρμένιζαν την ώρα αυτή οι μνηστήρες,
                    Τηλεμάχῳ φόνον αἰπὺν ἐνὶ φρεσὶν ὁρμαίνοντες.   τον άγριο φόνο του Τηλέμαχου στα φρένα μελετώντας.
                    ἔστι δέ τις νῆσος μέσσῃ ἁλὶ πετρήεσσα,   Κάποιο ξερόνησο στης θάλασσας τη μέση — εδώθε η Ιθάκη

               845  μεσσηγὺς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,   κι εκείθε η Σάμη στέκει η απόγκρεμη — θωρείς, την Αστερίδα,
                    Ἀστερίς, οὐ μεγάλη: λιμένες δ᾿ ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ   όχι τρανή, με καλολίμανους, χώρια μεριά καθέναν,
                    ἀμφίδυμοι: τῇ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί.    κόρφους διπλούς᾿ εκεί τον πρόσμεναν οι Αργίτες στο καρτέρι.
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65