Page 64 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 64

63




                    ᾧ θυμῷ εἴξασα, μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ   και σε χωράφι τριπλογύριστο με τον Ιάσιο εχάρη
                    νειῷ ἔνι τριπόλῳ: οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπυστος   γλυκό φιλί κι αγκάλη᾿ γρήγορα το μήνυμα τους όμως
                    Ζεύς, ὅς μιν κατέπεφνε βαλὼν ἀργῆτι κεραυνῷ.   ήρθε στο Δία, που με αστροπέλεκο τον σκότωσε φλογάτο
                    ὥς δ᾿ αὖ νῦν μοι ἄγασθε, θεοί, βροτὸν ἄνδρα   Κι εμένα τώρα με ζηλεύετε που 'χω θνητό κοντά μου'
                    παρεῖναι.

               130  τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα   Όμως αυτόν εγώ τον γλίτωσα, σαν έφτασε καβάλα
                    οἶον, ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ   σε μια καρένα, μόνος· τ᾿ άρμενο του το 'χε ο Δίας τσακίσει
                    Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.   μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι'
                    ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,   οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χαθήκαν, μόνο ετούτον
                    τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.   τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν εδώ πέρα.

               135  τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, ἠδὲ ἔφασκον   Κι εγώ τον γνοιαζόμουν, τον έθρεφα, και το 'χα στο μυαλό μου,
                    θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα.   αν μείνει, να τον κάνω αθάνατο κι αγέραστο για πάντα.
                    ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο   Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντοσκουταράτου
                    οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι,   να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.
                    ἐρρέτω, εἴ μιν κεῖνος ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει,   Ας πάει λοιπόν, αφού το θέλησεν ο Δίας και το προστάζει,

               140  πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον: πέμψω δέ μιν οὔ πῃ ἐγώ γε:   να παραδέρνει στ᾿ άγρια πέλαγα· μα συνοδεία δε δίνω᾿
                    οὐ γάρ μοι πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,   δεν έχω εγώ μαθές πολύκουπα καράβια και συντρόφους,
                    οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.   στη ράχη την πλατιά της θάλασσας μαζί τους να τον πάρουν.
                    αὐτάρ οἱ πρόφρων ὑποθήσομαι, οὐδ᾿ ἐπικεύσω,   Μα θα του δώσω την ορμήνια μου και δε θα του την κρύψω,
                    ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται.»    για να γυρίσει πίσω ανέβλαβος στη γη την πατρική του.»

               145  τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε διάκτορος ἀργεϊφόντης:   Κι ο Αργοφονιάς της αποκρίθηκεν ο ψυχολάτης τότε:
                    «οὕτω νῦν ἀπόπεμπε, Διὸς δ᾿ ἐποπίζεο μῆνιν,   «Να φύγει, ως είπες, ας τον λεύτερο, κι απ᾿ την οργή φυλάξου
                    μή πώς τοι μετόπισθε κοτεσσάμενος χαλεπήνῃ.»   του Δία, να μην ξεσπάσει πάνω σου μια μέρα η μάνητα του.»
                    ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κρατὺς ἀργεϊφόντης:   Τα λόγια αυτά σαν είπε, ο δυνατός Αργοφονιάς μισεύει'
                    ἡ δ᾿ ἐπ᾿ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα πότνια νύμφη   κι η σεβαστή ξωθιά, υπακούγοντας στα που 'χε ο Δίας προστάξει,

               150  ἤι᾿, ἐπεὶ δὴ Ζηνὸς ἐπέκλυεν ἀγγελιάων.   πήρε το δρόμο τον αντρόκαρδο τον Οδυσσέα να σμίξει.
                    τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς εὗρε καθήμενον: οὐδέ ποτ᾿ ὄσσε   Τον βρήκε στο γιαλό να κάθεται᾿ και μήτε που στεγνώναν
                    δακρυόφιν τέρσοντο, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν   ποτέ τα μάτια του απ᾿ τα κλάματα, μον᾿ τη γλυκιά ζωή του
                    νόστον ὀδυρομένῳ, ἐπεὶ οὐκέτι ἥνδανε νύμφη.   του γυρισμού ο καημός την έλιωνε᾿ καμιά χαρά πια τώρα
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι νύκτας μὲν ἰαύεσκεν καὶ ἀνάγκῃ   δεν του 'δινε η ξωθιά, και πλάγιαζε τις νύχτες μες στα σπήλια

               155  ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι παρ᾿ οὐκ ἐθέλων ἐθελούσῃ:   κοντά της απ᾿ ανάγκη — θέλοντας εκείνη, μα άθελα του.
                    ἤματα δ᾿ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων   Κι όλες τις μέρες στο ακροθάλασσο καθόταν και στα βράχια,
                    δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων   με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
                    πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.   την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
                    ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα θεάων:   Κοντά του τότε εστάθη η αρχόντισσα θεά και του μιλούσε:
               160  «κάμμορε, μή μοι ἔτ᾿ ἐνθάδ᾿ ὀδύρεο, μηδέ τοι αἰὼν   «Δε θέλω να μου κλαις, βαριόμοιρε, δε θέλω τη ζωή σου
                    φθινέτω: ἤδη γάρ σε μάλα πρόφρασσ᾿ ἀποπέμψω.   να καταλυείς, τι πια ολοπρόθυμα θα σου σταθώ να φύγεις.
                    ἀλλ᾿ ἄγε δούρατα μακρὰ ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ   Μον᾿ πάρε και μακριά πελέκησε μαδέρια, και μεγάλη
                    εὐρεῖαν σχεδίην: ἀτὰρ ἴκρια πῆξαι ἐπ᾿ αὐτῆς   φτιάσε πλωτή, κι απάνω κάρφωσε σανίδες μια άκρη ως άλλη,
                    ὑψοῦ, ὥς σε φέρῃσιν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον.   ψηλά, στο πέλαο τ᾿ αχνογάλαζο για να σε ταξιδέψουν.

               165  αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν   Κι εγώ ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί θα βάλω μέσα,
                    ἐνθήσω μενοεικέ᾿, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι,   να 'χεις να τρως, να μη σου λείψουνε και σε δαμάσει η πείνα'
                    εἵματά τ᾿ ἀμφιέσω: πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν,   και ρούχα θα σε ντύσω, κι άνεμο θα στείλω πίσω πρίμο,
                    ὥς κε μάλ᾿ ἀσκηθὴς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι,   να φτάσεις άβλαβος ολότελα στη γη την πατρική σου —
                    αἴ κε θεοί γ᾿ ἐθέλωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,   αν οι θεοί το θέλουν, τ᾿ άσωστα που κυβερνούν ουράνια
   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69