Page 67 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 67

66




                    ἱστία ποιήσασθαι: ὁ δ᾿ εὖ τεχνήσατο καὶ τά.   για τα πανιά᾿ κι αυτός περίτεχνα μαστόρεψε και τούτα'
               260  ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ,   ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας, και τότε ᾿
                    μοχλοῖσιν δ᾿ ἄρα τήν γε κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν.    με τα φαλάγγια στ᾿ άγια κύματα την έσπρωξε να πέσει.
                    ὣτέτρατον ἦμαρ ἔην, καὶ τῷ τετέλεστο ἅπαντα:   Είχαν περάσει μέρες τέσσερεις, σα βρέθη τελειωμένος·
                    τῷ δ᾿ ἄρα πέμπτῳ πέμπ᾿ ἀπὸ νήσου δῖα Καλυψώ,   στις πέντε η Καλυψώ τον άφηνε πια απ᾿ το νησί να φύγει,
                    εἵματά τ᾿ ἀμφιέσασα θυώδεα καὶ λούσασα.   με ρούχα ευωδιαστά απ᾿ το χέρι της ντυμένο και λουσμένο.
               265                                          Δυο ασκιά πιο πρώτα του κουβάλησε· μαύρο κρασί είχε το 'να,
                    ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεὰ μέλανος οἴνοιο
                    τὸν ἕτερον, ἕτερον δ᾿ ὕδατος μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα   το άλλο νερό — το μεγαλυτερο — κι ακόμα το δισάκι με τις
                                                            θροφές,
                    κωρύκῳ: ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά:   και μέσα νόστιμα προσφάγια του 'χε βάλει᾿ τέλος αγέρα πρίμο,
                    οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.   απείραγο, γλυκόπνογο του στέλνει. Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
                    γηθόσυνος δ᾿ οὔρῳ πέτασ᾿ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
                                                            χαρουμενος από τον πρίμο αγέρα,

               270  αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως      σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι
                    ἥμενος, οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν   να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,
                    Πληιάδας τ᾿ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην   την Πουλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
                    Ἄρκτον θ᾿, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,   και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
                    ἥ τ᾿ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾿ Ὠρίωνα δοκεύει,   κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,

               275  οἴη δ᾿ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο:   και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·
                    τὴν γὰρ δή μιν ἄνωγε Καλυψώ, δῖα θεάων,   τι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, του το 'χε πει,
                    ποντοπορευέμεναι ἐπ᾿ ἀριστερὰ χειρὸς ἔχοντα.   το Αμάξι να το 'χει, ως αρμενίζει, αδιάκοπα στο χέρι το ζερβί του.
                    ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέεν ἤματα ποντοπορεύων,   Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζε ο Οδυσσέας·
                    ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα    στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος,

               280                                          απ᾿ τη μεριά που εκείνος βρίσκουνταν, της χώρας των Φαιάκων,
                    γαίης Φαιήκων, ὅθι τ᾿ ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ:   και του φάνταζαν στο αχνογάλαζο πέλαο σα σκουτάρι.
                    εἴσατο δ᾿ ὡς ὅτε ῥινὸν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ.   Ωστόσο απ᾿ τους Αιθίοπες διάγερνεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
                    τὸν δ᾿ ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων ἐνοσίχθων   και ξάφνου απ᾿ τα βουνά των Σόλυμων μακριά τον είδε ομπρός
                    τηλόθεν ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν: εἴσατο γάρ οἱ   του
                    πόντον ἐπιπλώων. ὁ δ᾿ ἐχώσατο κηρόθι μᾶλλον,
                                                            που αρμένιζε, κι ευτύς εφούντωσε πιο ακόμα η μάνητα του,

               285  κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν:   και το κεφάλι σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μετεβούλευσαν θεοὶ ἄλλως   «Ωχού μου, δες, αλλαξογνώμησαν οι αθάνατοι οι άλλοι κι είπαν,
                    ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι ἐμεῖο μετ᾿ Αἰθιόπεσσιν ἐόντος,   την ώρα στους Αιθίοπες που 'λειπα, να στρέψει πια ο Οδυσσέας!
                    καὶ δὴ Φαιήκων γαίης σχεδόν, ἔνθα οἱ αἶσα   Στη γη των Φαιάκων κιόλας ζύγωσε᾿ της συφοράς το δίχτυ τον
                    ἐκφυγέειν μέγα πεῖραρ ὀιζύος, ἥ μιν ἱκάνει.   δαμάζει εκεί του γράφεται για πάντα να ξεφύγει.

               290  ἀλλ᾿ ἔτι μέν μίν φημι ἅδην ἐλάαν κακότητος.»   Μα εγώ πιο πρώτα κι άλλα βάσανα να τον χορτάσω θέλω!»
                    ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον   Σαν είπε αυτά, μαζώνει σύγνεφα, το πέλαο συνταράζει
                    χερσὶ τρίαιναν ἑλών: πάσας δ᾿ ὀρόθυνεν ἀέλλας   κρατώντας το τρικράνι κι άσκωσε τρανό μπουρίνι, κι όλους
                    παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε   ολούθε αμόλησε τους ανέμους, και σκέπασε με νέφη
                    γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ.   στεριές μαζί και πέλαα, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.

               295  σὺν δ᾿ Εὖρός τε Νότος τ᾿ ἔπεσον Ζέφυρός τε δυσαὴς   Μαζί νοτιάς, λεβάντες χίμιξαν κι ανήμερος πονέντης,
                    καὶ Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.   μαζί βοριάς αιθερογέννητος, τρανό κυλώντας κύμα'
                    καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,   και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
                    ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:   και με βαρύ καημό στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
                    «ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;   «Αλί σε μένα τον τρισάμοιρο, τι θ᾿ απογίνω τώρα;

               300  δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν,   Τρέμω, η θεά τα που προφήτεψε μη βγουν σωστά ως την άκρη,
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72