Page 81 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 81

80





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -η-



               -7-   Άὧς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἠρᾶτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   Έτσι ο θεϊκός εκεί πολύπαθος ευχόταν Οδυσσέας.
                    κούρην δὲ προτὶ ἄστυ φέρεν μένος ἡμιόνοιιν.   Την κόρη ωστόσο οι μούλες γρήγορα κατά το κάστρο έσερναν
                    ἡ δ᾿ ὅτε δὴ οὗ πατρὸς ἀγακλυτὰ δώμαθ᾿ ἵκανε,   κι αυτή, σαν έφτασε στου κύρη της τα ξακουστά παλάτια,
                    στῆσεν ἄρ᾿ ἐν προθύροισι, κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς   μπρος στην αυλόπορτα σταμάτησε, και γύρα της σταθήκαν
               5    ἵσταντ᾿ ἀθανάτοις ἐναλίγκιοι, οἵ ῥ᾿ ὑπ᾿ ἀπήνης   όμοιοι με αθάνατους τ᾿ αδέρφια της, και κάτω από τ᾿ αμάξι
                    ἡμιόνους ἔλυον ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω.   τις μούλες λύσαν και κουβάλησαν τα ρούχα μες στο σπίτι.
                    αὐτὴ δ᾿ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤιε: δαῖε δέ οἱ πῦρ   Κι αυτή στην κάμαρα της τράβηξε· φωτιά κει μέσα βρήκε,
                    γρῆυς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα,   που η γριά απειρώτισσα Ευρυμέδουσα της είχε ανάψει, η βάγια.
                    τήν ποτ᾿ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι:   Την είχαν δρεπανόγυρτα άρμενα φερμένη απ᾿ την Απείρη
               10   Ἀλκινόῳ δ᾿ αὐτὴν γέρας ἔξελον, οὕνεκα πᾶσιν   παλιά, και του Αλκινόου τη διάλεξαν γι᾿ αρχοντομοίρι, που ήταν
                    Φαιήκεσσιν ἄνασσε, θεοῦ δ᾿ ὣς δῆμος ἄκουεν:   σε όλους τους Φαίακες ρήγας, κι ως θεό τον άκουγεν ο κόσμος.
                    ἣ τρέφε Ναυσικάαν λευκώλενον ἐν μεγάροισιν.   Αυτή τη Ναυσικά μεγάλωσε τη χιονοβραχιονάτη·
                    ἥ οἱ πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει.   τώρα φωτιά στη στια της άναβε και σύνταζε το δείπνο.
                    καὶ τότ᾿ Ὀδυσσεὺς ὦρτο πόλινδ᾿ ἴμεν: ἀμφὶ δ᾿ Ἀθήνη  Τότε ο Οδυσσέας να πάει σηκώθηκε στην πόλη· κι η Παλλάδα,

               15   πολλὴν ἠέρα χεῦε φίλα φρονέουσ᾿ Ὀδυσῆι,   που 'χε την έγνοια του, τρογύρα του πυκνή σκορπούσε αντάρα,
                    μή τις Φαιήκων μεγαθύμων ἀντιβολήσας   μήπως κανένας απ᾿ τους πέρφανους τους Φαίακες τον συντύχει
                    κερτομέοι τ᾿ ἐπέεσσι καὶ ἐξερέοιθ᾿ ὅτις εἴη.   και τον αγγίξει με τα λόγια του ρωτώντας τον ποιος είναι.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλε πόλιν δύσεσθαι ἐραννήν,   Κι ως πια να μπει στην πόλη εκόντευε την έμνοστη, αντικρύ του
                    ἔνθα οἱ ἀντεβόλησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη,   πρόβαλε ξάφνου η γαλανόματη θεά Αθηνά, το θώρι

               20   παρθενικῇ ἐικυῖα νεήνιδι, κάλπιν ἐχούσῃ.   κοπέλας παίρνοντας απάρθενης, μ᾿ ένα σταμνί στο χέρι·
                    στῆ δὲ πρόσθ᾿ αὐτοῦ, ὁ δ᾿ ἀνείρετο δῖος Ὀδυσσεύς:  μπροστά του εστάθη, κι ο αρχοντόγεννος τη ρώτησε Οδυσσέας:
                    «ὦ τέκος, οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο   «Το σπίτι κάποιου τώρα θα 'θελες, παιδί μου, να μου δείξεις,
                    Ἀλκινόου, ὃς τοῖσδε μετ᾿ ἀνθρώποισι ἀνάσσει;   του Αλκίνοου, βασιλιάς που ακούγεται στη χώρα αυτή πως είναι;
                    καὶ γὰρ ἐγὼ ξεῖνος ταλαπείριος ἐνθάδ᾿ ἱκάνω   Τυραγνισμένος ξένος έφτασα μαθές σ᾿ αυτά τα μέρη,

               25   τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης: τῷ οὔ τινα οἶδα   μακριά, από τόπο αλαργοτάξιδο᾿ δεν ξέρω απ᾿ τους ανθρώπους,
                    ἀνθρώπων, οἳ τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν.»   που ζουν στην πολιτεία και χαίρουνται τη χώρα αυτή, κανέναν.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Και του αποκρίθη η γαλανομάτη θεά Αθηνά και του 'πε:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμον, ὅν με κελεύεις,   « Μετά χαράς, πατέρα ξένε μου, το σπίτι που γυρεύεις
                    δείξω, ἐπεί μοι πατρὸς ἀμύμονος ἐγγύθι ναίει.   να σου το δείξω· τι με του άψεγου γονιού μου γειτονιάζει.

               30   ἀλλ᾿ ἴθι σιγῇ τοῖον, ἐγὼ δ᾿ ὁδὸν ἡγεμονεύσω,   Εγώ θα πάω μπροστά, κι ακλούθα μου χωρίς καμιά κουβέντα,
                    μηδέ τιν᾿ ἀνθρώπων προτιόσσεο μηδ᾿ ἐρέεινε.   και μήτε ρώτα μήτε γύριζε κανένα να κοιτάξεις·
                    οὐ γὰρ ξείνους οἵδε μάλ᾿ ἀνθρώπους ἀνέχονται,   δεν τους αρέσει εδώ να βλέπουνε μαθές ανθρώπους ξένους,
                    οὐδ᾿ ἀγαπαζόμενοι φιλέουσ᾿ ὅς κ᾿ ἄλλοθεν ἔλθῃ.   κι ουδέ με αγάπη τον προσδέχουνται, κανείς αλλούθε αν έρθει.
                    νηυσὶ θοῇσιν τοί γε πεποιθότες ὠκείῃσι   Ο Κοσμοσείστης τους το χάρισε, της θάλασσας τα πλάτη

               35                                         να σκίζουν έχοντας τα θάρρη τους στα γρήγορα καράβια,
                    λαῖτμα μέγ᾿ ἐκπερόωσιν, ἐπεί σφισι δῶκ᾿ ἐνοσίχθων:  που σαν πουλιών φτερούγες τρέχουνε, σα στοχασμός του
                    τῶν νέες ὠκεῖαι ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα.»    ανθρώπου.»
                    ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη   Ετσι η Αθηνά Παλλάδα μίλησε, και μπήκε ομπρός με βιάση,
                    καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.   κι εκείνος της θεάς ακλούθηξε τα χνάρια, και κανένας
                    τὸν δ᾿ ἄρα Φαίηκες ναυσικλυτοὶ οὐκ ἐνόησαν
                                                          από τους Φαίακες, Οπως όδευε, τους θαλασσακουσμένους,
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86