Page 85 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 85

84




                    νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθεί, και δίπλα του άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
               175  σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα του κουβαλάει και πλήθος,
                    εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τον.
                    αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.   Κι έτρωγε κι έπινε ο πολύπαθος ισόθεος Οδυσσέας.
                    καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο:   Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
                    «Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον   «Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, και μες στο αρχονταρίκι
               180  πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ   κέρνα γραμμή, για να προσφέρουμε στον κεραυνόχαρο όλοι
                    σπείσομεν, ὅς θ᾿ ἱκέτῃσιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.»   το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες.»
                    ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,   Αυτά είπε, και κρασί μελόγλυκο συγκέρασε ο διαλάλης
                    νώμησεν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενος δεπάεσσιν.   και σε όλα τα ποτήρια εμοίραζεν, απ᾿ τις σπονδές ν᾿ αρχίσουν
                    αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιόν θ᾿, ὅσον ἤθελε θυμός,   Και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,

               185  τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:   πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε:
                    «κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες   «Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες,
                    ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.   το τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω'
                    νῦν μὲν δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾿ ἰόντες:   τώρα που φάγατε, στα σπίτια σας να κοιμηθείτε σύρτε,
                    ἠῶθεν δὲ γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες   και την αυγή γερόντοι πιότεροι να καλεστούν και να᾿ ρθουν,

               190  ξεῖνον ἐνὶ μεγάροις ξεινίσσομεν ἠδὲ θεοῖσιν   τον ξένο να καλοσκαμνίσουμε δω μέσα, και θυσίες
                    ῥέξομεν ἱερὰ καλά, ἔπειτα δὲ καὶ περὶ πομπῆς   πανώριες στους θεούς να κάμουμε, μετά να βουλευτούμε
                    μνησόμεθ᾿, ὥς χ᾿ ὁ ξεῖνος ἄνευθε πόνου καὶ ἀνίης   το πως ο ξένος μας ανέκοπα και δίχως κακοπάθιες
                    πομπῇ ὑφ᾿ ἡμετέρῃ ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται   θα στρέψει πίσω στην πατρίδα του, πολύ κι ας είναι αλάργα,
                    χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐστί,   χαρούμενος, μιαν ώρα αρχύτερα, με συνοδεία δική μας.

               195                                        Μηδέ και να τον βρουν μεσόστρατα κακά και βάσανα άλλα,
                    μηδέ τι μεσσηγύς γε κακὸν καὶ πῆμα πάθῃσι,
                    πρίν γε τὸν ἧς γαίης ἐπιβήμεναι: ἔνθα δ᾿ ἔπειτα   στα πατρικά του ως να 'βγει χώματα᾿ κι εκεί μετά θα πάθει
                                                          ό,τι ειν᾿ γραφτό του κι οι σκληρόκαρδες του 'χουν κλωσμένα
                    πείσεται, ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ κλῶθές τε βαρεῖαι   Μοίρες,
                    γιγνομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ.    σύντας γεννιόταν κι η μητέρα του τον έφερνε στον κόσμο.
                    εἰ δέ τις ἀθανάτων γε κατ᾿ οὐρανοῦ εἰλήλουθεν,
                                                          Αν ήρθε πάλι απ᾿ τους αθάνατους των ουρανών κανένας,
               200                                        τοτε οι θεοί κάτι άλλο σίγουρα μας μελετούν με τούτο
                    ἄλλο τι δὴ τόδ᾿ ἔπειτα θεοὶ περιμηχανόωνται.   τι ως τώρα ως είναι ομπρός μας δείχνουνται, χωρίς είδη ν᾿
                    αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς   αλλάζουν,
                    ἡμῖν, εὖτ᾿ ἔρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας,   κάθε φορά που τους προσφέρνουμε λαμπρές ιερές θυσίες·
                    δαίνυνταί τε παρ᾿ ἄμμι καθήμενοι ἔνθα περ ἡμεῖς.
                                                          και τρων μαζί με μας, καθούμενοι στίς τάβλες τις δικές μας.
                    εἰ δ᾿ ἄρα τις καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης,
                                                          Και μόνος αν οδεύει κάποιος μας και τους συντύχει ομπρός του,
               205  οὔ τι κατακρύπτουσιν, ἐπεί σφισιν ἐγγύθεν εἰμέν,   δεν του κρύβονται· συγγενεύουμε μαθές εμείς μαζί τους,
                    ὥς περ Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων.»   ως συγγενεύουνε κι οι Κύκλωπες κι οι ανήμεροι Γιγάντοι.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                             «Αλκίνοε, γνοιάσου γι᾿ άλλα πράματα! Δε μοιάζω εγώ καθόλου
                    «Ἀλκίνο᾿, ἄλλο τί τοι μελέτω φρεσίν: οὐ γὰρ ἐγώ γε   με τους αθάνατους, που ορίζουνε ψηλά τα ουράνια πλάτη,
                    ἀθανάτοισιν ἔοικα, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,

               210  οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἀλλὰ θνητοῖσι βροτοῖσιν.   στην ελικιά, μηδέ στο ανάριμμα᾿ θνητούς θυμίζω μόνο.
                    οὕς τινας ὑμεῖς ἴστε μάλιστ᾿ ὀχέοντας ὀιζὺν   Ξέρετε ανθρώπους που δυστύχησαν περίσσια στη ζωή τους:
                    ἀνθρώπων, τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην.   Μόνο με τούτους θα παράβγαινα στα τόσα μου τυράννια!
                    καὶ δ᾿ ἔτι κεν καὶ μᾶλλον ἐγὼ κακὰ μυθησαίμην,   Κι ακόμα πιο μεγάλα βάσανα θα σου ιστορούσα, αν ήταν
                    ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.   τα που οι θεοί θέλησαν κι έσυρα να πω μιαν άκρη ως άλλη.
   80   81   82   83   84   85   86   87   88   89   90