Page 88 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 88

87




                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                             «Γι αυτό μην κατακρίνεις, ρήγα μου, την άψεγή σου κόρη·
                    «ἥρως, μή τοι τοὔνεκ᾿ ἀμύμονα νείκεε κούρην:   τι αυτή μου το 'πε, με τις βάγιες της να πάω κι εγώ κοντά της·
                    ἡ μὲν γάρ μ᾿ ἐκέλευε σὺν ἀμφιπόλοισιν ἕπεσθαι,

               305  ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἔθελον δείσας αἰσχυνόμενός τε,   μα εγώ δεν το 'θελα, τι ντρεπόμουν κι είχα το φόβο ακόμα,
                    μή πως καὶ σοὶ θυμὸς ἐπισκύσσαιτο ἰδόντι:   μήπως με δεις μαζί τους να 'ρχουμαι και μέσα σου θυμώσεις·
                    δύσζηλοι γάρ τ᾿ εἰμὲν ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾿ ἀνθρώπων.»   τι όλοι της γης οι άνθρωποι βάζουμε κακό στο νου μας πάντα.»
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:   Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ξεῖν᾿, οὔ μοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι φίλον κῆρ   « Ξένε, δεν έχω εγώ στα στήθη μου καρδιά που ανάβει αναίτια

               310  μαψιδίως κεχολῶσθαι: ἀμείνω δ᾿ αἴσιμα πάντα.   από θυμό᾿ το 'χω καλύτερο να στέκουμαι στο μέτρο.
                    αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,   Να 'ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, ένας άντρας
                    τοῖος ἐὼν οἷός ἐσσι, τά τε φρονέων ἅ τ᾿ ἐγώ περ,   τέτοιος που δείχνεις και που η γνώμη του με τη δικιά μου είναι ίδια.
                    παῖδά τ᾿ ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι   να 'μενε εδώ, τη θυγατέρα μου να πάρει, και γαμπρό μου
                    αὖθι μένων: οἶκον δέ κ᾿ ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην,   να τόνε πω! Και βιος θα σου 'δινα και σπίτι, φτάνει μόνο

               315  εἴ κ᾿ ἐθέλων γε μένοις: ἀέκοντα δέ σ᾿ οὔ τις ἐρύξει   να 'θελες να 'μενες· κανένας μας μεβιάς εδώ να μείνεις
                    Φαιήκων: μὴ τοῦτο φίλον Διὶ πατρὶ γένοιτο.    δε σου ζητά· μη δώσεις άδικο να κάνω τέτοιο, θέ μου!
                    πομπὴν δ᾿ ἐς τόδ᾿ ἐγὼ τεκμαίρομαι, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῇς,   Άκου τη μέρα που αποφάσισα να σε ξεπροβοδίσω —
                    αὔριον ἔς: τῆμος δὲ σὺ μὲν δεδμημένος ὕπνῳ   αύριο, να ξέρεις· κι ως θα βρίσκεσαι στον ύπνο βυθισμένος,
                    λέξεαι, οἱ δ᾿ ἐλόωσι γαλήνην, ὄφρ᾿ ἂν ἵκηαι   στα γαληνά πελάγη οι ναύτες μας θα λάμνουν, ως να φτάσεις

               320  πατρίδα σὴν καὶ δῶμα, καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν,   στην πατρική σου γη, στο σπίτι σου, κι όπου ποθεί η καρδιά σου —
                    εἴ περ καὶ μάλα πολλὸν ἑκαστέρω ἔστ᾿ Εὐβοίης,   ακόμα κι αν πιο πέρα γύρευες από την Εύβοια, που 'ναι,
                    τήν περ τηλοτάτω φάσ᾿ ἔμμεναι, οἵ μιν ἴδοντο   δικοί μας όπως λέγαν άνθρωποι, μακριά πολύ· την είδαν
                    λαῶν ἡμετέρων, ὅτε τε ξανθὸν Ῥαδάμανθυν   τη μέρα που ο ξανθός Ραδάμανθης τον Τιτυό κινούσε,
                    ἦγον ἐποψόμενον Τιτυὸν Γαιήιον υἱόν.   της Γης το γιο, να ιδεί και σε άρμενο ταξίδεψε δικό μας.

               325  καὶ μὲν οἱ ἔνθ᾿ ἦλθον καὶ ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν   Κι οι Φαίακες το ταξίδι τέλεψαν, χωρίς να κουραστούνε,
                    ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ᾿ ὀπίσσω.   μονημερίς, και πάλε διάγειραν την ίδια μέρα πίσω.
                    εἰδήσεις δὲ καὶ αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὅσσον ἄρισται   Τι αξίζουν τα δικά μου τ᾿ άρμενα και πως ψηλά το κύμα
                    νῆες ἐμαὶ καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ.»   με τα κουπιά πετούν οι νιούτσικοι, κι ατός σου θα το μάθεις.»
                    ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,

               330  εὐχόμενος δ᾿ ἄρα εἶπεν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿   κι ύψωσε ευτύς ευκή κι ανάκραξε και μίλησε έτσι κι είπε:
                    ὀνόμαζεν:                             « Πατέρα Δία, τα που μου υπόσκεται και να τελέψει δώσε
                    «Ζεῦ πάτερ, αἴθ᾿ ὅσα εἶπε τελευτήσειεν ἅπαντα   ο Αλκίνοος! Έτσι θα 'μενε άσβηστη στη γη την καρποδότρα
                    Ἀλκίνοος: τοῦ μέν κεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν   η δόξα του, κι εγώ θα διάγερνα πια στο νησί μου πίσω.»
                    ἄσβεστον κλέος εἴη, ἐγὼ δέ κε πατρίδ᾿ ἱκοίμην.»   Τέτοια σταύρωναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε·
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον:
               335  κέκλετο δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἀμφιπόλοισιν   η Αρήτη ωστόσο η χιονοβράχιονη τις βάγιες της προστάζει
                    δέμνι᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ   στο σκεπαστό να στρώσουν γρήγορα, και πορφυρά να βάλουν
                    πορφύρε᾿ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾿ ἐφύπερθε τάπητας  πανέμορφα στρωσίδια, κι έπειτα να στρώσουν αντρομίδες
                    χλαίνας τ᾿ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.   κι ακόμα ολόσγουρες για σκέπασμα φλοκάτες από πάνω.
                    αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι:   Κι εκείνες βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια'

               340  αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι,   κι αφού τη στεριά κλίνη απόστρωσαν με προθυμιά μεγάλη,
                    ὤτρυνον δ᾿ Ὀδυσῆα παριστάμεναι ἐπέεσσιν:   τον Οδυσσέα σιμώσαν κι έλεγαν και τον παρακινούσαν:
                    «ὄρσο κέων, ὦ ξεῖνε: πεποίηται δέ τοι εὐνή.»   «Σήκω να πας να πέσεις, έτοιμο το στρώμα σου είναι, ξένε!»
                    ὣς φάν, τῷ δ᾿ ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι.   Αυτά είπαν, κι ό Οδυσσέας το χάρηκε που ήρθε ώρα να πλαγιάσει.
                    ὣς ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς   Έτσι κοιμόταν ο πολύπαθος, ισόθεος Οδυσσέας
   83   84   85   86   87   88   89   90   91   92   93