Page 82 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 82
81
40 ἐρχόμενον κατὰ ἄστυ διὰ σφέας: οὐ γὰρ Ἀθήνη ανάμεσα τους δεν τον ξέκρινε᾿ δεν άφηνε η Παλλάδα
εἴα ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν να τόνε δουν, η καλοπλέξουδη, τρανή θεά᾿ με αντάρα
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ᾿ ἐνὶ θυμῷ. θεϊκιά τον είχε ζώσει, ως γνοιάζουνταν γι᾿ αυτόν βαθιά στα φρένα.
θαύμαζεν δ᾿ Ὀδυσεὺς λιμένας καὶ νῆας ἐίσας Κι εκείνος τα λιμάνια έθάμαζε, τα ζυγιαστά καράβια,
αὐτῶν θ᾿ ἡρώων ἀγορὰς καὶ τείχεα μακρὰ τις αγορές, όπου συνάζουνταν οι ηρώοι, και τα ψηλά τους
45 ὑψηλά, σκολόπεσσιν ἀρηρότα, θαῦμα ἰδέσθαι. μακριά τειχιά, τα παλουκόφραχτα, που να σαστίζει ο νους σου.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ᾿ ἵκοντο, Κι ως έφτασαν στο πολυδόξαστο του βασιλιά παλάτι,
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη: πρώτη η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, το λόγο εκίνα κι είπε:
«οὗτος δή τοι, ξεῖνε πάτερ, δόμος, ὅν με κελεύεις «Πατέρα ξένε, το που γύρεψες παλάτι να σου δείξω,
πεφραδέμεν: δήεις δὲ διοτρεφέας βασιλῆας αυτό 'ναι! Εδώ τους αρχοντόγεννους ρηγάδες θα πετύχεις
50 δαίτην δαινυμένους: σὺ δ᾿ ἔσω κίε, μηδέ τι θυμῷ να κάθουνται να τρων. Στα φρένα σου καθόλου μη δειλιάσεις,
τάρβει: θαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων μον᾿ μέσα πήγαινε᾿ καλύτερα τελεύει τις δουλειές του
ἔργοισιν τελέθει, εἰ καί ποθεν ἄλλοθεν ἔλθοι. ο άντρας ο απόκοτος, κι ας έφτασε μακριά απ᾿ τα ξένα κάπου.
δέσποιναν μὲν πρῶτα κιχήσεαι ἐν μεγάροισιν: Πιο πρώτα κοίτα τη βασίλισσα να σμίξεις στο παλάτι'
Ἀρήτη δ᾿ ὄνομ᾿ ἐστὶν ἐπώνυμον, ἐκ δὲ τοκήων Αρήτη τήνε λεν με τ᾿ όνομα, κι από τους ίδιους σέρνει
55 τῶν αὐτῶν οἵ περ τέκον Ἀλκίνοον βασιλῆα. γονιούς, που τον Αλκίνοο γέννησαν, το βασιλιά της χώρας.
Ναυσίθοον μὲν πρῶτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων Πρώτα ο Ναυσίθοος εγεννήθηκεν από τον Ποσειδώνα
γείνατο καὶ Περίβοια, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη, και την Περίβοια, που τα κάλλη της καμιά δεν έφτανε άλλη
ὁπλοτάτη θυγάτηρ μεγαλήτορος Εὐρυμέδοντος, γυναίκα, κι ήταν του Ευρυμέδοντα του ρήγα στερνοπαίδι'
ὅς ποθ᾿ ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν. αυτός στους Γίγαντες τους πέρφανους είχε αφεντέψει, ωστόσο
60 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ὤλεσε λαὸν ἀτάσθαλον, ὤλετο δ᾿ αὐτός: τον άσεβο λαό του αφάνισε και χάθηκε κι ατός του.
τῇ δὲ Ποσειδάων ἐμίγη καὶ ἐγείνατο παῖδα Μ᾿ εκείνη ο Ποσειδώνας έσμιξε και γέννησε αντρειωμένο
Ναυσίθοον μεγάθυμον, ὃς ἐν Φαίηξιν ἄνασσε: γιο, το Ναυσίθοο, που ρηγάδεψε στους Φαίακες· κι ο Ναυσίθος
Ναυσίθοος δ᾿ ἔτεκεν Ῥηξήνορά τ᾿ Ἀλκίνοόν τε. δυο γιους αξιώθη, το Ρηξήνορα και τον Αλκίνο᾿ μόνο
τὸν μὲν ἄκουρον ἐόντα βάλ᾿ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων που ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας του σκότωσε τον πρώτο,
65 νυμφίον ἐν μεγάρῳ, μίαν οἴην παῖδα λιπόντα νιόγαμπρο, δίχως γιό᾿ στο σπίτι του μια κόρη μόνο αφήκε,
Ἀρήτην: τὴν δ᾿ Ἀλκίνοος ποιήσατ᾿ ἄκοιτιν, αυτή που ο Αλκίνοος πήρε αργότερα γυναίκα, την Αρήτη᾿
καί μιν ἔτισ᾿, ὡς οὔ τις ἐπὶ χθονὶ τίεται ἄλλη, την τίμησε, όσο δεν τιμήθηκε καμιά στον κόσμο, απ᾿ όσες
ὅσσαι νῦν γε γυναῖκες ὑπ᾿ ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν. κυβερνημένες απ᾿ τους άντρες τους τα σπίτια τους κοιτάζουν.
ὣς κείνη περὶ κῆρι τετίμηταί τε καὶ ἔστιν Έτσι ετιμήθη εκείνη ολόκαρδα και μνίσκει τιμημένη
70 ἔκ τε φίλων παίδων ἔκ τ᾿ αὐτοῦ Ἀλκινόοιο κι απ᾿ τα παιδιά της κι απ᾿ τον άντρα της τον ίδιο, τον Αλκίνο,
καὶ λαῶν, οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντες κι απ᾿ το λαό, που την αγάπη του της δείχνει, σα διαβαίνει
δειδέχαται μύθοισιν, ὅτε στείχῃσ᾿ ἀνὰ ἄστυ. μέσα απ᾿ το κάστρο, χαιρετώντας τη, και σα θεά τη βλέπει.
οὐ μὲν γάρ τι νόου γε καὶ αὐτὴ δεύεται ἐσθλοῦ: Μα έχει κι αυτή μυαλό τετράγωνο, και σε όσους έχει αγάπη
ᾗσι τ᾿ ἐὺ φρονέῃσι καὶ ἀνδράσι νείκεα λύει. —κι άντρες ακόμα— τις αμάχες τους μπορεί και ξεδιαλύνει.
75 εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾿ ἐνὶ θυμῷ, Αν η καρδιά της τώρα σ᾿ έπαιρνεν από συμπάθιο, θα 'χες
ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να ιδείς και να διαγείρεις
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» στο αψηλοτάβανο το σπίτι σου, στη γη την πατρική σου.»
ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἀπέβη γλαυκῶπις Ἀθήνη Αυτά είπεν η Αθηνά η γλαυκόματη κι αφήνει τη Σχερία
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον, λίπε δὲ Σχερίην ἐρατεινήν, την έμνοστη, κι απάνω απ᾿ τ᾿ άκαρπα πετώντας τα πελάγη,
80 ἵκετο δ᾿ ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην, στο Μαραθώνα, στην πλατύδρομην εκείθε Αθήνα φτάνει,
δῦνε δ᾿ Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς και στου Ερεχθέα το στέριο εχώθηκε παλάτι. Κι ο Οδυσσέας
Ἀλκινόου πρὸς δώματ᾿ ἴε κλυτά: πολλὰ δέ οἱ κῆρ στο αρχοντικό του Αλκίνοου κίνησε να πάει· μα πριν πατήσει
ὥρμαιν᾿ ἱσταμένῳ, πρὶν χάλκεον οὐδὸν ἱκέσθαι. το χάλκινο κατώφλι, στάθηκε και δούλευεν ο νους του'
ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης τι φως ολούθε απ᾿ του λιοντόκαρδου του Αλκίνοου το παλάτι