Page 97 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 97
96
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα διάκτορος ἀργεϊφόντης: Κι ο ψυχολάτης του αποκρίθηκεν Αργοφονιάς και του 'πε:
«αἲ γὰρ τοῦτο γένοιτο, ἄναξ ἑκατηβόλ᾿ Ἄπολλον: «Μακάρι, μακρορίχτη Απόλλωνα! Κι ας ήταν ένα γύρο
340 τρεις φορές τόσα δίχτυα αρίφνητα να ζώνουν το κορμί μου,
δεσμοὶ μὲν τρὶς τόσσοι ἀπείρονες ἀμφὶς ἔχοιεν,
και σεις, θεοί, κι οι θέαινες όλες τους να μας θωρείτε,
ὑμεῖς δ᾿ εἰσορόῳτε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι,
φτάνει με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα μου να κοίτουμαι στο
αὐτὰρ ἐγὼν εὕδοιμι παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ.»
στρώμα!»
ὣς ἔφατ᾿, ἐν δὲ γέλως ὦρτ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
Έτσι μιλούσε, κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί τα γέλια έβαλαν᾿
οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε, λίσσετο δ᾿ αἰεὶ
ο Ποσειδώνας μόνο αγέλαστος κρατιόταν, και ζητούσε
345 Ἥφαιστον κλυτοεργὸν ὅπως λύσειεν Ἄρηα. με παρακάλια από τον Ήφαιστο τον Άρη να λυτρώσει,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«λῦσον: ἐγὼ δέ τοι αὐτὸν ὑπίσχομαι, ὡς σὺ κελεύεις, «Λυσ 'τον, εγώ το παίρνω πάνω μου να σου πλερώσει πλέρια
τίσειν αἴσιμα πάντα μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.» ό,τι ταιριάζει στους αθάνατους μπροστά, καθώς προστάζεις.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις: Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά του δίνει:
350 «μή με, Ποσείδαον γαιήοχε, ταῦτα κέλευε: «Της γης αφέντη, τέτοια πράματα μη μου ζητάς αλήθεια!
δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι. Για ένα χαμένο εγγύηση παίρνοντας χαμένος βγαίνεις πάντα.
πῶς ἂν ἐγώ σε δέοιμι μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσιν, Εσένα πως μες στους αθάνατους θεούς να δέσω, αν φύγει
εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας;» ο Άρης αφήνοντας με απλέρωτο, μια και λυθεί απ᾿ τα δίχτυα;»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Ποσειδάων ἐνοσίχθων: Κι ο Ποσειδώνας του αποκρίθηκε και του 'πε, ο κοσμοσείστης:
355 «Ἥφαιστ᾿, εἴ περ γάρ κεν Ἄρης χρεῖος ὑπαλύξας «Ήφαιστε, αν πάρει δρόμο φεύγοντας και χρέος σου αφήσει πίσω
οἴχηται φεύγων, αὐτός τοι ἐγὼ τάδε τίσω.» ο Άρης, ατός μου εγώ σου υπόσκουμαι να σου το ξεπλερώσω.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις: Κι ο δοξασμένος Κουτσοπόδαρος απηλογιά του δίνει:
«οὐκ ἔστ᾿ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι.» «Πρεπό δεν είναι κι ουδέ γίνεται να σου αρνηστώ τη χάρη.»
ὣς εἰπὼν δεσμὸν ἀνίει μένος Ἡφαίστοιο. Αυτά είπεν ο αντρειωμένος Ήφαιστος και τα πλεμάτια λύνει·
360 τὼ δ᾿ ἐπεὶ ἐκ δεσμοῖο λύθεν, κρατεροῦ περ ἐόντος, κι αυτοί, απ᾿ τα δίχτυα που τους έδεναν σφιχτά λευτερωμένοι,
αὐτίκ᾿ ἀναί̈ξαντε ὁ μὲν Θρῄκηνδε βεβήκει, μεμιάς πετάχτηκαν και τράβηξαν — εκείνος για τη Θράκη,
ἡ δ᾿ ἄρα Κύπρον ἵκανε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη, τούτη, η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη, στην Κύπρο πέρα έδιάβη,
ἐς Πάφον: ἔνθα δέ οἱ τέμενος βωμός τε θυήεις. στην Πάφο, όπου της είχαν τέμενος κι ένα βωμό εύωδάτο.
ἔνθα δέ μιν Χάριτες λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ Εκεί την έλουσαν οι Χάριτες, την άλειψαν με λάδι αθάνατο,
365 ἀμβρότῳ, οἷα θεοὺς ἐπενήνοθεν αἰὲν ἐόντας, με αυτό που αλείβουνται κι οι άλλοι θεοί κι αστράφτουν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαν ἐπήρατα, θαῦμα ἰδέσθαι. και ρούχα πάγκαλα της φόρεσαν, θωρώντας να θαμάξεις.
ταῦτ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγούδιστής· ωστόσο
τέρπετ᾿ ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀκούων ἠδὲ καὶ ἄλλοι ακούοντας ο Οδυσσέας αγάλλουνταν βαθιά, μαζί του κι οι άλλοι,
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες. οι Φαίακες, οι άντρες οι μακρόκουποι και θαλασσακουσμένοι.
370 Ἀλκίνοος δ᾿ Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσεν Το Λαοδάμα τότε πρόσταξεν ο Αλκίνοος και τον Άλιο
μουνὰξ ὀρχήσασθαι, ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν. χορό να στήσουν μόνοι, τι ήξεραν την τέχνη κάλλιο απ᾿ ολους.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο, Κι εκείνοι πορφυρή στα χέρια τους, πανώρια επήραν σφαίρα,
πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαί̈φρων, που τους την είχε φτιάσει ο Πόλυβος με τη σοφή του τέχνη,
τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα κι ο ένας απάνω ως τα βαθίσκιωτα τη σφεντονούσε νέφη,
375 ἰδνωθεὶς ὀπίσω, ὁ δ᾿ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾿ ἀερθεὶς λυγώντας πίσω, κι ο άλλος εύκολα, ψηλά απ᾿ τη γη πηδώντας,
ῥηιδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι. την έπιανε, πριχού τα πόδια του ξανά το χώμα αγγίξουν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν᾿ ἰθὺν πειρήσαντο, Κι αφού δοκίμασαν την τέχνη τους στη σφαίρα που πετούσαν
ὠρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ίσια ψηλά, πήραν και χόρευαν στη γη την πολυθρόφα
ταρφέ᾿ ἀμειβομένω: κοῦροι δ᾿ ἐπελήκεον ἄλλοι κι έκαναν χίλια δυο σακίσματα· χτυπούσαν παλαμάκια
380 ἑστεῶτες κατ᾿ ἀγῶνα, πολὺς δ᾿ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει. οι άλλοι στο αλώνι μέσα νιούτσικοι, κι ήταν ο αχός περίσσιος.