Page 102 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 102

101




                    ἄλλοι θ᾿ οἳ κατὰ ἄστυ καὶ οἳ περιναιετάουσιν.   κι οι άλλοι κει πέρα, μες στο κάστρο σας, κι ολόγυρα οι γειτόνοι;
                    οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ᾿ ἀνθρώπων,   Κανείς δεν έμεινε ανομάτιστος ποτέ από τους ανθρώπους,
                    οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται,   καν αχαμνόσογος καν άρχοντας, στον κόσμο μια και βρέθη.
                    ἀλλ᾿ ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες.   Μόλις παιδιά οι γονιοί γεννήσουνε, τα νοματίζουν όλα.

               555   εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε: τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε,   Κι ακόμα πες μου, ποια είν᾿ η χώρα σου κι η πόλη κι ο λαός σου,
                    ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες:   για να σε πάνε τα καράβια μας με τους διαλογισμούς τους'
                    οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν,   τι εμείς οι Φαίακες στα καράβια μας δε θέμε καπετάνιους
                    οὐδέ τι πηδάλι᾿ ἔστι, τά τ᾿ ἄλλαι νῆες ἔχουσιν:   κι ουδέ τιμόνια, σαν που βρίσκουνται στων άλλων τα καράβια'
                    ἀλλ᾿ αὐταὶ ἴσασι νοήματα καὶ φρένας ἀνδρῶν,   ό,τι λογιάζουμε, ό,τι θέλουμε μονάχα τους το βρίσκουν,

               560  καὶ πάντων ἴσασι πόλιας καὶ πίονας ἀγροὺς   και των ανθρώπων όλων ξέροντας και καρπερά χωράφια
                    ἀνθρώπων, καὶ λαῖτμα τάχισθ᾿ ἁλὸς ἐκπερόωσιν   και πολιτείες, γοργά της θάλασσας τα πλάτη διαπερνούνε
                    ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμέναι: οὐδέ ποτέ σφιν   συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο και καταχνιά, κι που δ᾿ έχουν
                    οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος οὔτ᾿ ἀπολέσθαι.   φόβο ποτέ τους να βουλιάξουνε κι ουδέ ζημιά να πάθουν.
                    ἀλλὰ τόδ᾿ ὥς ποτε πατρὸς ἐγὼν εἰπόντος ἄκουσα   Ακούστε όμως και τουτο: ο κύρης μου, χρόνια παλιά, ο Ναυσίθος,

               565  Ναυσιθόου, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾿ ἀγάσασθαι   θυμούμαι που 'λεγε πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας
                    ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.   ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερους τους προβοδάμε᾿
                    φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν ἐυεργέα νῆα     κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα 'ρχόταν-
                    ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέι πόντῳ   από προβόδισμα, θα το 'σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
                    ῥαισέμεναι, μέγα δ᾿ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.   και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.

               570  ὣς ἀγόρευ᾿ ὁ γέρων: τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν   Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας· μα αυτά θα τα τελέψει
                    ἤ κ᾿ ἀτέλεστ᾿ εἴη, ὥς οἱ φίλον ἔπλετο θυμῷ:   για θα τ᾿ αφήσει ο θεός ατέλευτα, καθώς μαθές του αρέσει.
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,   Μον᾿ ελα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
                    ὅππῃ ἀπεπλάγχθης τε καὶ ἅς τινας ἵκεο χώρας   Πως ταξιδευτής και παράδειρες; σε ποιες εδιάβης χώρες;
                    ἀνθρώπων, αὐτούς τε πόλιάς τ᾿ ἐὺ ναιετοώσας,   σε ποιους ανθρώπους; σε πολύψυχες ποιες πολιτείες εβρέθης;

               575                                         ποιοί τους είναι άνομοι κι ανέσπλαχνοι και δεν ψηφουν το δίκιο,
                    ἠμὲν ὅσοι χαλεποί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,   και ποιοί αγαπούν τον ξένο νιώθοντας και του θεου το φόβο;
                    οἵ τε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.   Κι ακόμα γιατί κλαις και δέρνεσαι, κάθε που ακούς, για πες μου,
                    εἰπὲ δ᾿ ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῷ   της Τροίας τα πάθη κι όσα τράβηξαν οι Δαναοί από το Άργος;
                    Ἀργείων Δαναῶν ἠδ᾿ Ἰλίου οἶτον ἀκούων.   Είναι οι θεοί που τους τα μοίρασαν και χαλασμό συγκλώσαν
                    τὸν δὲ θεοὶ μὲν τεῦξαν, ἐπεκλώσαντο δ᾿ ὄλεθρον
                                                           τόσων

               580                                         ανθρώπων, στους μελούμενους για να γενούν τραγούδι.
                    ἀνθρώποις, ἵνα ᾖσι καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδή.
                                                           Μήπως μπροστά στην Τροία σκοτώθηκε κανείς απ᾿ τους δικούς
                    ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ
                                                           σου.
                    ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα
                                                           γαμπρός για πεθερός αντρόψυχος; τι αυτοί μαθές απ᾿ όλους,
                    κήδιστοι τελέθουσι μεθ᾿ αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν;
                                                           μετά απ᾿ το σόι μας και το γαίμα μας, οι πιο δικοί μας είναι.
                    ἦ τίς που καὶ ἑταῖρος ἀνὴρ κεχαρισμένα εἰδώς,
                                                           Για κι έχεις χάσει κάποιο σύντροφου σου 'χε αγάπη κι ήταν
               585  ἐσθλός; ἐπεὶ οὐ μέν τι κασιγνήτοιο χερείων   αντρόψυχος; Κανείς δεν έβαλε πιο κάτω απ᾿ αδερφό του
                    γίγνεται, ὅς κεν ἑταῖρος ἐὼν πεπνυμένα εἰδῇ.»   ποτέ το σύντροφο, που βρέθηκε μυαλό και γνώση να 'χει.»
   97   98   99   100   101   102   103   104   105   106   107