Page 107 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 107

106




               170  ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον:   όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
                    «‘ἄλλοι μὲν νῦν μίμνετ᾿, ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι:   ,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι,
                    αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηί τ᾿ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισιν   κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου
                    ἐλθὼν τῶνδ᾿ ἀνδρῶν πειρήσομαι, οἵ τινές εἰσιν,   θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.

               175  ἤ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,   Άνομοι να 'ναι τάχα, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
                    ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.’   για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;"
                    «ὣς εἰπὼν ἀνὰ νηὸς ἔβην, ἐκέλευσα δ᾿ ἑταίρους   Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους,
                    αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.   μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
                    οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον,   Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν

               180                                         γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
                    ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.   Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν —
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ᾿ ἐγγὺς ἐόντα,   στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας
                    ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,   σπήλιο
                    ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές. ἔνθα δὲ πολλὰ   ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα,
                    μῆλ᾿, ὄιές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον: περὶ δ᾿ αὐλὴ
                                                           γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα

               185  ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι     μια αυλή αψηλή, που την περίζωναν στη γη χωμένες πέτρες
                    μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν.   κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα.
                    ἔνθα δ᾿ ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα   Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του
                    οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν: οὐδὲ μετ᾿ ἄλλους   βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους
                    πωλεῖτ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.   ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα

               190                                         Τόσο θεόρατος που τα 'χανες, δε θύμιζε άνθρωπο, όχι,
                    καὶ γὰρ θαῦμ᾿ ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει
                    ἀνδρί γε σιτοφάγῳ, ἀλλὰ ῥίῳ ὑλήεντι    που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο
                                                           βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
                    ὑψηλῶν ὀρέων, ὅ τε φαίνεται οἶον ἀπ᾿ ἄλλων.    Στους άλλους τότε μπιστεμένους μου συντρόφους δίνω διάτα
                    «δὴ τότε τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους   στο άρμενο πλάι να μένουν, το άρμενο στο νου τους πάντα να
                    αὐτοῦ πὰρ νηί τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι,
                                                           'χουν.

               195  αὐτὰρ ἐγὼ κρίνας ἑτάρων δυοκαίδεκ᾿ ἀρίστους   κι υστέρα δώδεκα διαλέγοντας, τους πιο αντρειανούς συντρόφους.
                    βῆν: ἀτὰρ αἴγεον ἀσκὸν ἔχον μέλανος οἴνοιο   κινούσα, ασκί κρατώντας γίδινο, κρασί γεμάτο μαύρο,
                    ἡδέος, ὅν μοι ἔδωκε Μάρων, Εὐάνθεος υἱός,   γλυκόπιοτο᾿ μου το 'χε ο Μάρωνας, του Ευάνθη ο γιος, χαρίσει
                    ἱρεὺς Ἀπόλλωνος, ὃς Ἴσμαρον ἀμφιβεβήκει,   του Φοίβου ο λειτουργός, στην Ίσμαρο που ζούσε, σκέποντας -
                    οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ᾿ ἠδὲ γυναικὶ   στο άλσος του Απόλλωνα το σύδεντρο καθόταν, μα από σέβας

               200  ἁζόμενοι: ᾤκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι   δεν του πειράξαμε το ταίρι του και το παιδί του, μήτε
                    Φοίβου Ἀπόλλωνος. ὁ δέ μοι πόρεν ἀγλαὰ δῶρα:   τον ίδιο εμείς· γι᾿ αυτό μου χάρισε παράξια δώρα τότε:
                    χρυσοῦ μέν μοι ἔδωκ᾿ ἐυεργέος ἑπτὰ τάλαντα,   Τάλαντα εφτά χρυσάφι μου 'δωκε με τέχνη δουλεμένο,
                    δῶκε δέ μοι κρητῆρα πανάργυρον, αὐτὰρ ἔπειτα   κι ακόμα ένα κροντήρι ολάργυρο μου χάρισε, και τέλος
                    οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσι δυώδεκα πᾶσιν ἀφύσσας   λαγήνες δώδεκα μου γέμισε κρασί γλυκό κι ακράτο,

               205  ἡδὺν ἀκηράσιον, θεῖον ποτόν: οὐδέ τις αὐτὸν   που να το πίνουν μόνο αθάνατοι᾿ στο σπίτι του κανένας
                    ἠείδη δμώων οὐδ᾿ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ,   δούλος για βάγια του δεν κάτεχε κρασί πως έχει τέτοιο,
                    ἀλλ᾿ αὐτὸς ἄλοχός τε φίλη ταμίη τε μί᾿ οἴη.   έξω απ᾿ τον ίδιο, τη γυναίκα του και μια κελάρισσά τους.
                    τὸν δ᾿ ὅτε πίνοιεν μελιηδέα οἶνον ἐρυθρόν,   Και κάθε που ήταν απ᾿ το κόκκινο γλυκό κρασί να πιούνε,
                    ἓν δέπας ἐμπλήσας ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μέτρα   μια κούπα μόνο αρκούσε σε είκοσι μέτρα νερό να ρίξει,

               210  χεῦ᾿, ὀδμὴ δ᾿ ἡδεῖα ἀπὸ κρητῆρος ὀδώδει   κι απ᾿ το κροντήρι ευτύς ξεχύνουνταν γλυκιά ευωδιά ένα γύρο,
                    θεσπεσίη: τότ᾿ ἂν οὔ τοι ἀποσχέσθαι φίλον ἦεν.   θεϊκιά, και τότε πια δεν άντεχες να μην το δοκιμάσεις.
                    τοῦ φέρον ἐμπλήσας ἀσκὸν μέγαν, ἐν δὲ καὶ ᾖα   Ασκί τρανό από τούτο γέμισα, και πήρα το ταγάρι
   102   103   104   105   106   107   108   109   110   111   112