Page 110 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 110

109




               300  ἆσσον ἰών, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ,   να πάω κοντά, και με τό χέρι μου να ψάξω, που το σκότι
                    οὐτάμεναι πρὸς στῆθος, ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι,   του κρύβει η σκέπη να 'βρω, κι έπειτα το κοφτερό σπαθί μου
                    χείρ᾿ ἐπιμασσάμενος: ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν.   να σύρω, να το μπήξω μέσα του᾿ μα ευτύς αλλάζω γνώμη·
                    αὐτοῦ γάρ κε καὶ ἄμμες ἀπωλόμεθ᾿ αἰπὺν ὄλεθρον:   τι θα μας έβρισκε ακαρτέρευτος χαμός και μας στο σπήλιο.
                    οὐ γάρ κεν δυνάμεσθα θυράων ὑψηλάων    Ποιος είχε χέρια τον ασήκωτο να ξεσαλέψει βράχο,

               305  χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὄβριμον, ὃν προσέθηκεν.   που εκείνος κλείνοντας απίθωσε στις αψηλές του πόρτες;
                    ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.   Ετσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
                    «ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ ἤμελγε κλυτὰ μῆλα,   ανάβει τη φωτιά, κι ως άρμεξε το διαλεχτό κοπάδι με τάξη,
                    πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.   τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.

               310  αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,   Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, αρπάζει
                    σὺν δ᾿ ὅ γε δὴ αὖτε δύω μάρψας ὡπλίσσατο   δυό πάλε απ᾿ τους δικούς μου συντρόφους και στρώθηκε στο
                    δεῖπνον.                               γιόμα.
                    δειπνήσας δ᾿ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα,   Χορτάτος πια το βράχο ανέκοπα μετακουνάει το μέγα,
                    ῥηιδίως ἀφελὼν θυρεὸν μέγαν: αὐτὰρ ἔπειτα   και το παχύ κοπάδι απ᾿ τη σπηλιά σαν έβγαλε, τον στήνει
                    ἂψ ἐπέθηχ᾿, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ᾿ ἐπιθείη.   ξανά, λες κι έβαζε το σκέπασμα σε σαϊτολόγο απάνω·

               315   πολλῇ δὲ ῥοίζῳ πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα   και πήρε το βουνό, σφυρίζοντας, με τα παχιά τ᾿ αρνιά του
                    Κύκλωψ: αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων,   ο Κύκλωπας· κι εγώ απομένοντας κακά στο νου λογιούσα,
                    εἴ πως τισαίμην, δοίη δέ μοι εὖχος Ἀθήνη.    αν η Αθηνά να πάρω μου 'δινε το γδικιωμό μου πίσω.
                    «ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή.   Και τούτη η πιο καλή μου εικάστηκε βουλή· σε μάντρα δίπλα
                    Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ,   κάποιο κορμό θωρούμε ελίτικο, χλωρό, τρανό, κομμένο

               320  χλωρὸν ἐλαί̈νεον: τὸ μὲν ἔκταμεν, ὄφρα φοροίη   από τον Κύκλωπα για αργότερα, ραβδί του να τον έχει,
                    αὐανθέν. τὸ μὲν ἄμμες ἐίσκομεν εἰσορόωντες   σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι
                    ὅσσον θ᾿ ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης,   το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι,
                    φορτίδος εὐρείης, ἥ τ᾿ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα:   μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα'
                    τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος εἰσοράασθαι.   τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
               325  τοῦ μὲν ὅσον τ᾿ ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα παραστὰς   Ένα κομμάτι τότε του 'κοψα, μακρύ σαν την οργιά μου,
                    καὶ παρέθηχ᾿ ἑτάροισιν, ἀποξῦναι δ᾿ ἐκέλευσα:   και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν
                    οἱ δ᾿ ὁμαλὸν ποίησαν: ἐγὼ δ᾿ ἐθόωσα παραστὰς   κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το 'ξυσα, στην άκρη μύτη να 'χει,
                    ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.   κι ευτύς, για να σκληρύνει, το 'χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα,
                    καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ,   μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
               330                                         που άπλωνε ολούθε σκόρπια, ατέλειωτος σωρός, στο σπήλιο
                    ἥ ῥα κατὰ σπείους κέχυτο μεγάλ᾿ ἤλιθα πολλή:
                                                           μέσα.
                    αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον,
                                                           Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε,
                    ὅς τις τολμήσειεν ἐμοὶ σὺν μοχλὸν ἀείρας
                                                           μαζί μου ποιοί κουράγιο θα 'παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι
                    τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ, ὅτε τὸν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι.
                                                           και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος.
                    οἱ δ᾿ ἔλαχον τοὺς ἄν κε καὶ ἤθελον αὐτὸς ἑλέσθαι,
                                                           Κι έπεσε ο κλήρος στους που θα 'θελα κι ατός μου να διαλέξω,
               335  τέσσαρες, αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην.   όλοι όλοι τέσσερεις οι σύντροφοι, κι εγώ μαζί τους πέντε.
                    ἑσπέριος δ᾿ ἦλθεν καλλίτριχα μῆλα νομεύων.   Το δείλι εγύρισε τα ωριόμαλλα κοπάδια του λαλώντας,
                    αὐτίκα δ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα   κι ευτύς στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει
                    πάντα μάλ᾿, οὐδέ τι λεῖπε βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς,   — όλα, κι ουτ ένα στην ψηλόχτιστη δεν άφησε όξω αυλή του·
                    ἤ τι ὀισάμενος, ἢ καὶ θεὸς ὣς ἐκέλευσεν.   κάτι θαρρείς ψυχανεμίζουνταν για και θεός του το 'πε.

               340  αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾿ ἀείρας,   Κι ως σήκωσε ψηλά κι απίθωσε μπρος στη μπασιά το βράχο,
                    ἑζόμενος δ᾿ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,   με τάξη τις αρνάδες άρμεξε και τις βελάστρες γίδες,
                    πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.   στερνά και τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
   105   106   107   108   109   110   111   112   113   114   115