Page 108 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 108

107




                    κωρύκῳ: αὐτίκα γάρ μοι ὀίσατο θυμὸς ἀγήνωρ   με τις θροφές᾿ ψυχανεμίζουνταν η πέρφανη καρδιά μου
                    ἄνδρ᾿ ἐπελεύσεσθαι μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν,   πως άντρα ν᾿ ανταμώσω πήγαινα περίσσια αντρεία ζωσμένο,

               215  ἄγριον, οὔτε δίκας ἐὺ εἰδότα οὔτε θέμιστας.   άγριο, που ουδέ από νόμους ήξερε κι ουδέ το δίκιο εψήφα.
                    «καρπαλίμως δ᾿ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾿, οὐδέ μιν   Σε λίγο ομπρός στο σπήλιο φτάσαμε, μα μέσα αυτός δεν ήταν,
                    ἔνδον                                  μον᾿ τα παχιά τ᾿ αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια.
                    εὕρομεν, ἀλλ᾿ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.   Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας το αποθαμάξαμε όλο:
                    ἐλθόντες δ᾿ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα.   τυριά γεμάτα τα τυρόβολα᾿ στις μάντρες στοιβαγμένα
                    ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ

               220  ἀρνῶν ἠδ᾿ ἐρίφων: διακεκριμέναι δὲ ἕκασται   τ᾿ αρνιά, τα ρίφια᾿ κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα,
                    ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,   χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα,
                    χωρὶς δ᾿ αὖθ᾿ ἕρσαι. ναῖον δ᾿ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,   και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες —
                    γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.   λεβέτια, σκάφες, όλα, που 'φτιανε, να τα 'χει και ν᾿ αρμέγει.
                    ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾿ ἕταροι λίσσοντ᾿ ἐπέεσσιν   Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα

               225  τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα   να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας
                    καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας   αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε
                    σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ:   στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη.
                    ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾿ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,   Μα εγώ δεν άκουσα, και θα 'μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿
                    ὄφρ᾿ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.   πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿

               230  οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλ᾿ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.    μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!
                    ἡ«ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ   Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες,
                    τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον   μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι
                    ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων. φέρε δ᾿ ὄβριμον ἄχθος   τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε
                    ὕλης ἀζαλέης, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη,   ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα 'χει για το δείπνο.

               235  ἔντοσθεν δ᾿ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν:   Κι ως χάμω τα 'ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος.
                    ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾿ ἐς μυχὸν ἄντρου.   Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι,
                    αὐτὰρ ὅ γ᾿ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα   κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει,
                    πάντα μάλ᾿ ὅσσ᾿ ἤμελγε, τὰ δ᾿ ἄρσενα λεῖπε   όλα όσα θα 'ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους
                    θύρηφιν,                               και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
                    ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.

               240  αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾿ ἀείρας,   που 'χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει,
                    ὄβριμον: οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾿ ἄμαξαι   κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια
                    ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾿ οὔδεος ὀχλίσσειαν:   γερά και να 'χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο·
                    τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.   τόσο τρανός ο βράχος που 'βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.
                    ἑζόμενος δ᾿ ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας,   Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες

               245  πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾿ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.   με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει.
                    αὐτίκα δ᾿ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος   Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει,
                    πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,   κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿
                    ἥμισυ δ᾿ αὖτ᾿ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη   το άλλο μισό σε κάδους το 'βαλε να το 'χει για την ώρα
                    πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.   που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.
               250  αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,   Κι ως όλες τις δουλειές ξετέλεψε χωρίς ν᾿ αργήσει, πήρε
                    καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ εἴσιδεν, εἴρετο δ᾿ ἡμέας:   φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
                    « ‘ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾿ ὑγρὰ κέλευθα;   ,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
                    ἦ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε,   Ποιοί 'στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει,
                    οἷά τε ληιστῆρες, ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾿ ἀλόωνται   σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
   103   104   105   106   107   108   109   110   111   112   113