Page 113 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 113
112
τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐυστρεφέεσσι λύγοισιν, με λυγαριές συντρείς τους έδενα καλόστριφτες, που βρήκα
τῇς ἔπι Κύκλωψ εὗδε πέλωρ, ἀθεμίστια εἰδώς, το άνομο τέρας να 'χει, ο Κύκλωπας, για στρώμα, να κοιμάται.
σύντρεις αἰνύμενος: ὁ μὲν ἐν μέσῳ ἄνδρα φέρεσκε, Οι τρεις κριγιοί κι από 'ναν σήκωναν τον άντρα κάτωθέ του
430 τὼ δ᾿ ἑτέρω ἑκάτερθεν ἴτην σώοντες ἑταίρους. κουβάλειε ο μεσιανός και πήγαινε· μαζί, σκεπάζοντας τον,
τρεῖς δὲ ἕκαστον φῶτ᾿ ὄιες φέρον: αὐτὰρ ἐγώ γε-- τραβούσαν οι άλλοι δυο δεξόζερβα. Κι όσο για με τον ίδιον,
ἀρνειὸς γὰρ ἔην μήλων ὄχ᾿ ἄριστος ἁπάντων, απ᾿ το κοπάδι ξεχωρίζοντας το πιο γερό κριάρι
τοῦ κατὰ νῶτα λαβών, λασίην ὑπὸ γαστέρ᾿ ἐλυσθεὶς το αγκάλιασα απ᾿ το σβέρκο, κόλλησα στη μαλλιαρή κοιλιά του
κείμην: αὐτὰρ χερσὶν ἀώτου θεσπεσίοιο και πέτρα την καρδιά μου κάνοντας εκρύφτηκα από κάτω,
435 νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ. απ᾿ το πυκνό μαλλί κρεμάμενος, που με αποσκέπαζε όλο.
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν. Έτσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
«ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
καὶ τότ᾿ ἔπειτα νομόνδ᾿ ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα, για τη βοσκή με ορμή ξεχύθηκαν τ᾿ αρσενικά να βγούνε.
θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς: Με σπαργωμένα τα μαστάρια τους, ανάρμεχτα, στις μάντρες
440 τα θηλυκά βέλαζαν άπαυτα· κι ο αφέντης τους, σε πόνους
οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο. ἄναξ δ᾿ ὀδύνῃσι κακῇσι μέσα ανημέρωτους, ψαχούλευε των κριαριών τις πλάτες,
τειρόμενος πάντων ὀίων ἐπεμαίετο νῶτα ορθά ως διάβαιναν τούτο ο ανέμυαλος δεν ένιωσε,
ὀρθῶν ἑσταότων: τὸ δὲ νήπιος οὐκ ἐνόησεν,
πως ήταν κάτω απ᾿ τα στήθη των δασόμαλλων αρνιών δεμένοι
ὥς οἱ ὑπ᾿ εἰροπόκων ὀίων στέρνοισι δέδεντο.
εκείνοι!
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε
Στερνός, ολόστερνος ετράβηξε να βγει ο κριγιός ο μέγας,
445 λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι. τι το μαλλί κι εγώ τον βάραιναν, που 'χα σκεφτεί το δόλο.
τὸν δ᾿ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Κι αυτά είπε ο δυνατός Πολύφημος, καθώς τον ψαχουλούσε:
Πολύφημος ,, Κριάρι μου καλό, τι μου 'παθες και βγαίνεις απ᾿ το σπήλιο
:«‘κριὲ πέπον, τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων έτσι στερνό; Δε μένεις άλλοτε ξοπίσω απ᾿ το κοπάδι"
ὕστατος; οὔ τι πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν, πρώτο κινάς γοργά στ᾿ ολόδροσο γρασίδι να βοσκήσεις,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρεν᾿ ἄνθεα ποίης
450 μακρὰ βιβάς, πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις, πρώτο τη στράτα παίρνεις τρέχοντας στου πόταμου το ρέμα,
πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι και πρώτο να γυρίσεις βιάζεσαι το δειλινό στη μάντρα.
ἑσπέριος: νῦν αὖτε πανύστατος. ἦ σύ γ᾿ ἄνακτος Τώρα κινάς στερνό κι ολόστερνο! Του αφέντη σου το μάτι
ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε μην κλαις και συ, που του το τύφλωσε με πίβουλους συντρόφους
σὺν λυγροῖς ἑτάροισι δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ, ένας κιοτής, το νου του παίρνοντας με το κρασί;— ο Κανένας!
455 Οὖτις, ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον. Όμως ακόμα λέω δεν ξέφυγε κι αυτός το χαλασμό του!
εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο Τα ίδια με μένα τώρα αν ένιωθες και μπόρειες να μιλήσεις,
εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος ἐμὸν μένος ἠλασκάζει: να μου φανέρωνες που κρύβεται και φεύγει την οργή μου,
τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ θα τον ετσάκιζα βροντώντας τον στο χώμα, τα μυαλά του
θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, κὰδ δέ κ᾿ ἐμὸν κῆρ να σκορπιστούν στο σπήλιο ολόγυρα, ν᾿ αλάφρωνε η καρδιά μου,
460 λωφήσειε κακῶν, τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις.’ τόσα ο Κανένας που μου φόρτωσε τυράννια ο τιποτένιος!"
«ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε. Σαν είπε τούτα, αφήκε λεύτερο να φύγει το κριάρι.
ἐλθόντες δ᾿ ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ αὐλῆς Μόλις το σπήλιο πίσω αφήκαμε και την αυλή του,
πρῶτος ὑπ᾿ ἀρνειοῦ λυόμην, ὑπέλυσα δ᾿ ἑταίρους. πρώτος λύθηκα εγώ και καταπιάστηκα να λύσω και τους άλλους·
καρπαλίμως δὲ τὰ μῆλα ταναύποδα, πίονα δημῷ, μετά με βιάση τα λιγνόποδα, καλόθρεφτα κριάρια,
465 πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, ὄφρ᾿ ἐπὶ νῆα όλο ξοπίσω μας κοιτάζοντας, λαλούμε ως το καράβι.
ἱκόμεθ'. ἀσπάσιοι δὲ φίλοις ἑτάροισι φάνημεν, Κει πέρα φτάνοντας μας δέχτηκαν χαρούμενοι οι συντρόφοι
οἳ φύγομεν θάνατον, τοὺς δὲ στενάχοντο γοῶντες. για όσους γλιτώσαμε απ᾿ το θάνατο, και κλαίγαν για τους άλλους.
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ εἴων, ἀνὰ δ᾿ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ, Μα εγώ τους έγνεφα σηκώνοντας τα φρύδια πια να πάψουν
κλαίειν, ἀλλ᾿ ἐκέλευσα θοῶς καλλίτριχα μῆλα να κλαιν, μον᾿ τα πολλά καλότριχα κριάρια να βιαστούνε