Page 117 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 117

116





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -κ-



               -    «Αἰολίην δ᾿ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔναιεν   Σ᾿ ένα νησί κατόπι εφτάσαμε, την Αιολία᾿ του Ιππότη ο γιος,
               10-   Αἴολος Ἱπποτάδης, φίλος ἀθανάτοισι θεοῖσιν,   ο φίλος των αθάνατων θεών, ο Αίολος, ζούσε
                    πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ: πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος   κει πέρα᾿ το νησί πλεούμενο κι από τειχιά ζωσμένο
                    χάλκεον ἄρρηκτον, λισσὴ δ᾿ ἀναδέδρομε πέτρη.   χάλκινα, ασύντριφτα, κι υψώνουνταν κοφτός του βράχου ο τοίχος.

               5    Ἀ τοῦ καὶ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροις γεγάασιν,   Είχε παιδιά αποχτήσει δώδεκα στο αρχοντικό του μέσα,
                    ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾿ υἱέες ἡβώοντες:   γιους έξι στον ανθό της νιότης τους και θυγατέρες έξι.
                    ἔνθ᾿ ὅ γε θυγατέρας πόρεν υἱάσιν εἶναι ἀκοίτις.   Κι ως πάντρεψε τις θυγατέρες του στους γιους του δίνοντας τις,
                    οἱ δ᾿ αἰεὶ παρὰ πατρὶ φίλῳ καὶ μητέρι κεδνῇ   όλοι τους πάντα πλάι στον κύρη τους και στη σεβάσμια μάνα,
                    δαίνυνται, παρὰ δέ σφιν ὀνείατα μυρία κεῖται,   τρώνε και πίνουν, κι είναι αρίφνητα μπροστά τους τα ξαρέσια.

               10   κνισῆεν δέ τε δῶμα περιστεναχίζεται αὐλῇ   Κνίσα γεμάτο το παλάτι τους τη μέρα από τραγούδια
                    ἤματα: νύκτας δ᾿ αὖτε παρ᾿ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν   αντιλαλεί᾿ μα η νύχτα ως έρχεται, πλάι στα σεμνά τους ταίρια
                    εὕδουσ᾿ ἔν τε τάπησι καὶ ἐν τρητοῖσι λέχεσσι.   κοιμούνται πέφτοντας σε στρώματα, σε τρυπητά κλινάρια.
                    καὶ μὲν τῶν ἱκόμεσθα πόλιν καὶ δώματα καλά.   Κι ως στο δικό τους κάστρο εφτάσαμε και στα τρανά παλάτια,
                    μῆνα δὲ πάντα φίλει με καὶ ἐξερέεινεν ἕκαστα,   μήνα σωστό με φιλοκόνευε, και για την Τροία ρωτούσε,
               15   Ἴλιον Ἀργείων τε νέας καὶ νόστον Ἀχαιῶν:   και πόσα τ᾿ άρμενα τ᾿ αργίτικα και ποιος ο γυρισμός μας —
                    καὶ μὲν ἐγὼ τῷ πάντα κατὰ μοῖραν κατέλεξα.   το κάθε τι᾿ κι εγώ του τα 'λεγα με τη σειρά, πως γίναν.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼν ὁδὸν ᾔτεον ἠδ᾿ ἐκέλευον   Μα όντας κι εγώ τον παρακάλεσα να μας ξεπροβοδήσει,
                    πεμπέμεν, οὐδέ τι κεῖνος ἀνήνατο, τεῦχε δὲ   δε μου το αρνήθη, μόνο πρόθυμα το μισεμό μου εγνοιάστη.
                    πομπήν.                               Βοδιού τομάρι πήρε εννιάχρονου και μέσα εκεί τις στράτες
                    δῶκε δέ μ᾿ ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο,

               20   ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευθα:   των σφουριχτών ανέμων έδεσε, μαζί μου να το πάρω᾿
                    κεῖνον γὰρ ταμίην ἀνέμων ποίησε Κρονίων,   τι ο γιος του Κρόνου κλειδοκράτορα τον είχε των ανέμων,
                    ἠμὲν παυέμεναι ἠδ᾿ ὀρνύμεν, ὅν κ᾿ ἐθέλῃσι.   τον έναν να σηκώνει, ως ήθελε, να σταματά τον άλλον.
                    νηὶ δ᾿ ἐνὶ γλαφυρῇ κατέδει μέρμιθι φαεινῇ   Μετά στο πλοίο το ασκί καλόδεσε με αστραφτερό, ασημένιο
                    ἀργυρέῃ, ἵνα μή τι παραπνεύσῃ ὀλίγον περ:   γαϊτάνι, η πιό τυχόν ανάλαφρη πνοή να μην ξεφεύγει'

               25   αὐτὰρ ἐμοὶ πνοιὴν Ζεφύρου προέηκεν ἀῆναι,   κι αφήκε μοναχά το Ζέφυρο να μας φυσάει, να σπρώχνει
                    ὄφρα φέροι νῆάς τε καὶ αὐτούς: οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλεν   τα πλοία κι εμάς — του κάκου επάλευε να μας σταθεί στο δρόμο,
                    ἐκτελέειν: αὐτῶν γὰρ ἀπωλόμεθ᾿ ἀφραδίῃσιν.   τι εμείς χαθήκαμε απ᾿ τις ίδιες μας τις ανεμυαλοσύνες!
                    «ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,   Εννιά μερόνυχτα αρμενίζαμε, νυχτόημερα, κι απάνω
                    τῇ δεκάτῃ δ᾿ ἤδη ἀνεφαίνετο πατρὶς ἄρουρα,   στις δέκα ομπρός μας ξεχωρίσαμε τη γη την πατρική μας,

               30   καὶ δὴ πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντες:   κι όσο ζυγώναμε, θωρούσαμε και τις φωτιές που άναβαν.
                    ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,   Μα ως είχα πια αποκάμει, ολόγλυκος με πήρε ξάφνου ο γύπνος'
                    αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων, οὐδέ τῳ ἄλλῳ   άλλον δεν είχα αφήσει σύντροφο να κυβερνάει τη σκότα,
                    δῶχ᾿ ἑτάρων, ἵνα θᾶσσον ἱκοίμεθα πατρίδα γαῖαν:   μονάχα εγώ, μιαν ώρα αρχύτερα να πάμε στην πατρίδα.
                    οἱ δ᾿ ἕταροι ἐπέεσσι πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Και πήραν τότε συναλλήλως τους και λέγαν οι συντρόφοι,

               35   καί μ᾿ ἔφασαν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ᾿   τάχα απ᾿ τον Αίολο, τον τρανόκαρδο του Ιππότη γιο, χρυσάφι
                    ἄγεσθαι                               κι ασήμι επήρα δώρο, σπίτι μου για να το κουβαλήσω'
                    δῶρα παρ᾿ Αἰόλου μεγαλήτορος Ἱπποτάδαο.   κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:   ,, Πόση τιμή κι αγάπη χαίρεται, για ιδές, στον κόσμο τούτος,
                    «‘ὦ πόποι, ὡς ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τίμιός ἐστιν   σε όποιων θνητών μαθές κι αν έρχεται το κάστρο και τη χώρα'
                    ἀνθρώποις, ὅτεών τε πόλιν καὶ γαῖαν ἵκηται.
   112   113   114   115   116   117   118   119   120   121   122