Page 121 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 121
120
πλεξάμενος συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου, και κουβαλώντας το κατάσβερκα κινώ για το καράβι,
βῆν δὲ καταλοφάδεια φέρων ἐπὶ νῆα μέλαιναν
170 ἔγχει ἐρειδόμενος, ἐπεὶ οὔ πως ἦεν ἐπ᾿ ὤμου απακουμπώντας στο κοντάρι μου᾿ τέτοιου εστάθη αγρίμι,
χειρὶ φέρειν ἑτέρῃ: μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν. με το 'να χέρι απά στον ώμο μου να το κρατώ δεν ήταν.
κὰδ᾿ δ᾿ ἔβαλον προπάροιθε νεός, ἀνέγειρα δ᾿ Κι ως μπρος στο πλοίο το ξεφορτώθηκα, σιμώνω τους συντρόφους
ἑταίρους και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα, μιλώντας σ᾿ εναν έναν:
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον: ,, Φίλοι, τρανή είναι αλήθεια η πίκρα μας, στον Κάτω Κόσμο ωστόσο
«ὦ φίλοι, οὐ γάρ πω καταδυσόμεθ᾿ ἀχνύμενοί περ
175 εἰς Ἀίδαο δόμους, πρὶν μόρσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ: δε θα βουλιάξουμε, της μοίρας μας πριχού σημάνει η μέρα.
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿, ὄφρ᾿ ἐν νηὶ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε, Ομπρός, φαγί, πιοτό όσο βρίσκεται στο γρήγορο καράβι,
μνησόμεθα βρώμης, μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ.’ να τρώμε ας μην ξεχνούμε, αδιάκοπα να μη μας δέρνει η πείνα."
«ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο, Είπα, κι αυτοί μεμιάς συγκλίνοντας απ᾿ το κεφάλι έβγαλαν,
ἐκ δὲ καλυψάμενοι παρὰ θῖν᾿ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο εκεί στης άκαρπης της θάλασσας το ακρόγιαλο, τη σκέπη
180 θηήσαντ᾿ ἔλαφον: μάλα γὰρ μέγα θηρίον ἦεν. κι αποθαμάζουνταν, αντίκρυ τους θωρώντας τέτοιο αγρίμι.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν, Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους κοιτάζοντας το αλάφι,
χεῖρας νιψάμενοι τεύχοντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα. νίψαν τα χέρια τους και σύνταζαν αρχοντικό τραπέζι.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα,
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ: με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
185 ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ πᾶσιν ἔειπον: όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
«‘κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι: ,, Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, για ακούτε! Πούθε πέφτει η
190 ανατολή, δεν ξέρει ουτ᾿ ένας μας, και πουθε η δύση, φίλοι!
ὦ φίλοι, οὐ γάρ τ᾿ ἴδμεν, ὅπῃ ζόφος οὐδ᾿ ὅπῃ ἠώς, Πούθε προβάλλει ο γήλιος, στους θνητούς που διασκορπάει το φως
οὐδ᾿ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσ᾿ ὑπὸ γαῖαν, του;
οὐδ᾿ ὅπῃ ἀννεῖται: ἀλλὰ φραζώμεθα θᾶσσον και που βουτάει; Μα ελάτε γρήγορα μαζί να στοχαστούμε,
εἴ τις ἔτ᾿ ἔσται μῆτις. ἐγὼ δ᾿ οὔκ οἴομαι εἶναι. τώρα αν μας έρθει κάποια φώτιση᾿ τι εγώ καμιά δε βρίσκω.
εἶδον γὰρ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθὼν
Στη βίγλα την ψηλή που ανέβηκα, σ᾿ ένα νησί ριγμένοι
195 νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται: είδα πως είμαστε, που απέραντα το τριγυρνούν πελάγη᾿
αὐτὴ δὲ χθαμαλὴ κεῖται: καπνὸν δ᾿ ἐνὶ μέσσῃ ψηλό δεν είναι᾿ ακόμα ξέκρινα καπνό στη μέση κάπου,
ἔδρακον ὀφθαλμοῖσι διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.’ που ανάμεσα από δάση ανέβαινε κι από πυκνά ρουμάνια."
«ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Αυτά είπα, κι εκείνων εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
μνησαμένοις ἔργων Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο τι του Αντιφάτη αναθυμήθηκαν του Λαιστρυγόνα τα έργα
200 Κύκλωπός τε βίης μεγαλήτορος, ἀνδροφάγοιο. και του άγριου, ανθρωποφάγου Κύκλωπα, του πολυδυναμάρη᾿
κλαῖον δὲ λιγέως θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες: και κίνησαν το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια τους ποτάμι,
ἀλλ᾿ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν. μα δίχως όφελος! Τι κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
«αὐτὰρ ἐγὼ δίχα πάντας ἐυκνήμιδας ἑταίρους Και τότε παίρνω και τους συντρόφους τους αντρειωμένους όλους
ἠρίθμεον, ἀρχὸν δὲ μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ὄπασσα: στα δυο μοιράζω, και τους έβαλα και δυο αρχηγούς, σε τούτους
205 τῶν μὲν ἐγὼν ἦρχον, τῶν δ᾿ Εὐρύλοχος θεοειδής. εγώ να ορίζω, κι ο θεόμορφος Ευρύλοχος στους άλλους.
κλήρους δ᾿ ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλομεν ὦκα: Σε κράνος χάλκινο ταράζουμε με βιάση τους λαχνούς μας,
ἐκ δ᾿ ἔθορε κλῆρος μεγαλήτορος Εὐρυλόχοιο. κι όπως του Ευρύλοχου του αντρόκαρδου πετάχτηκε όξω ο κλήρος,
βῆ δ᾿ ἰέναι, ἅμα τῷ γε δύω καὶ εἴκοσ᾿ ἑταῖροι κινούσε᾿ είκοσι δυο ξοπίσω του σύντροφοι ακολουθούσαν
κλαίοντες: κατὰ δ᾿ ἄμμε λίπον γοόωντας ὄπισθεν. με κλάματα, και μας αφήνοντας σε βόγγους και σε θρήνους.