Page 124 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 124
123
δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ γοργά το κοφτερό ξεγύμνωσε σπαθί από το μερί σου
295 Κίρκῃ ἐπαῖξαι, ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων. κι απά στην Κίρκη χίμα, ως να 'θελες να πάρεις τη ζωή της.
ἡ δέ σ᾿ ὑποδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι: Κι αυτή θα φοβηθεί᾿ σαν έπειτα σου πει να κοιμηθείτε,
ἔνθα σὺ μηκέτ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν, πια της θεάς εσύ τον έρωτα μην τον αρνιέσαι, αν θέλεις
ὄφρα κέ τοι λύσῃ θ᾿ ἑτάρους αὐτόν τε κομίσσῃ: να λευτερώσει τους συντρόφους σου και να γνοιαστεί και σένα.
ἀλλὰ κέλεσθαί μιν μακάρων μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι, Μα τον τρανό των τρισμακάριστων ν᾿ αμώσει πες της όρκο,
300 μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο, πως δε θα βάλει πια άλλο τίποτε κακό για σε στο νου της,
μή σ᾿ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ.’ να μη σου πάρει αντρεία και δύναμη, σα γυμνωθείς ομπρός της.»
ἡ«ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργεϊφόντης Αυτά είπε ο Αργοφονιάς᾿ το βότανο μετά ανασπά απ᾿ το χώμα,
ἐκ γαίης ἐρύσας, καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε. κι όπως μου το 'δωκε, μου ξήγησε και ποια τα φυσικά του:
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος: η ρίζα μελανιά, μα κάτασπρος ο ανθός του, σαν το γάλα'
305 μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί: χαλεπὸν δέ τ᾿ ὀρύσσειν μώλυ οι θεοί το λένε᾿ δύσκολο θνητός να το ανασπάσει
ἀνδράσι γε θνητοῖσι, θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται. από τη γης, μονάχα αθάνατοι, τι αυτοί μπορούν τα πάντα.
Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾿ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον Μετά για τον τρανό τον Όλυμπο κινούσε ο Ερμής να φύγει,
νῆσον ἀν᾿ ὑλήεσσαν, ἐγὼ δ᾿ ἐς δώματα Κίρκης το δασωτό νησί διαβαίνοντας᾿ κι εγώ τραβώ στης Κίρκης,
ἤια, πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι. και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
310 ἔστην δ᾿ εἰνὶ θύρῃσι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο: Και στάθηκα στης ωριοπλέξουδης θεάς ομπρός τη θύρα,
ἔνθα στὰς ἐβόησα, θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς. και φώναξα᾿ κι ευτύς, ακούγοντας εκείνη τη φωνή μου,
ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση κι όξω βγήκε
καὶ κάλει: αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ. να με καλέσει᾿ της ακλούθηξα κι εγώ βαριά θλιμμένος'
εἷσε δέ μ᾿ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου και μ᾿ έβαλε σε ασημοκάρφωτο θρονί για να καθίσω,
315 καλοῦ δαιδαλέου: ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν: πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια.
τεῦχε δέ μοι κυκεῶ χρυσέῳ δέπαι, ὄφρα πίοιμι, Σε κούπα το πιοτό μου ετοίμασε να πιώ μαλαματένια,
ἐν δέ τε φάρμακον ἧκε, κακὰ φρονέουσ᾿ ἐνὶ θυμῷ. και το βοτάνι μέσα μου 'ριξε, κακά στο νου λογιώντας.
αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, οὐδέ μ᾿ ἔθελξε, Και σα μου το 'δωκε και το άδειασα, χωρίς να με μαγέψει,
ῥάβδῳ πεπληγυῖα ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: με κρούει με το ραβδί της κι έκραξε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
320 ‘ἔρχεο νῦν συφεόνδε, μετ᾿ ἄλλων λέξο ἑταίρων.’ ,, Τράβα και συ με τους συντρόφους σου να κυλιστείς στη μάντρα!»
«ὣς φάτ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ Είπε, κι εγώ απ᾿ τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
μηροῦ στην Κίρκη εχίμιξα, σα να 'θελα να πάρω τη ζωή της.
Κίρκῃ ἐπήιξα ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων. Κι αυτή ξεφώνισε, και τρέχοντας τα γόνατα μου πιάνει
ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ὑπέδραμε καὶ λάβε γούνων, και λόγια μου 'λεγε ανεμάρπαστα στα κλάματα της μέσα:
καί μ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
325 «‘τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; ,,Ποιος είσαι; πούθε; Που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου
θαῦμά μ᾿ ἔχει ὡς οὔ τι πιὼν τάδε φάρμακ᾿ εσένα;
ἐθέλχθης: Σαστίζω! Βότανα σε πότισα κακά και δε μαγεύτης!
οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ᾿ Άλλος κανείς, κανείς δε γλίτωσε θνητός, τα βότανα μου
ἀνέτλη, σαν ήπιε τούτα και του πέρασαν της δοντωσιάς το φράχτη·
ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων. όμως εσύ κρατάς αγήτευτη ψυχή στα στήθια μέσα.
σοὶ δέ τις ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος ἐστίν.
330 ἦ σύ γ᾿ Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος, ὅν τέ μοι αἰεὶ θα 'σαι ο Οδυσσέας ο πολυτάξιδος, το ξέρω! Ο χρυσοράβδης
φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις ἀργεϊφόντης, Αργοφονιάς συχνά μου το 'λεγε πως απ᾿ την Τροία γυρνώντας
ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηὶ μελαίνῃ. σε μελανό, γοργό πλεούμενο θα 'ρθείς εδώ μια μέρα.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ κολεῷ μὲν ἄορ θέο, νῶι δ᾿ ἔπειτα Μον᾿ έλα, το σπαθί στη θήκη του για ξαναχώσε τώρα
εὐνῆς ἡμετέρης ἐπιβείομεν, ὄφρα μιγέντε κι ας ανεβούμε στο κλινάρι μου τον πόθο να χαρούμε,