Page 128 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 128

127




                    εἰς ὅ κεν αὖτις θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι λάβητε,   ν᾿ αντριγιωθεί η καρδιά στα στήθη σας και να σταθείτε ως πρώτα'
                    οἷον ὅτε πρώτιστον ἐλείπετε πατρίδα γαῖαν   σαν τη στιγμή που πρωταφήνατε τη γη σας, την Ιθάκη
                    τρηχείης Ἰθάκης. νῦν δ᾿ ἀσκελέες καὶ ἄθυμοι,   την κακοτράχαλη. Βαριόθυμοι, σκελετωμένοι τώρα
                    αἰὲν ἄλης χαλεπῆς μεμνημένοι, οὐδέ ποθ᾿ ὕμιν   τους φοβερούς θυμάστε αδιάκοπα παραδαρμούς σας, μήτε

               465  θυμὸς ἐν εὐφροσύνῃ, ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ πέποσθε.’  χαρά η καρδιά σας νιώθει, τι έχετε πολλά τραβήξει αλήθεια!»
                    «ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.   Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
                    ἔνθα μὲν ἤματα πάντα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν   Εκεί ευφραινόμαστε, ως που τέλεψεν ακέριος ένας χρόνος,
                    ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:   με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί την πάσα μέρα.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ᾿ ἔτραπον ὧραι   Μα απά στο γύρισμα, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,

               470  μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα μακρὰ τελέσθη,   κι οι μήνες έτρεχαν και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
                    καὶ τότε μ᾿ ἐκκαλέσαντες ἔφαν ἐρίηρες ἑταῖροι:   όξω με φώναξαν και μου 'λεγαν οι γκαρδιακοί συντρόφοι:
                    «‘δαιμόνι᾿, ἤδη νῦν μιμνήσκεο πατρίδος αἴης,   ,, Καιρός να θυμηθείς, ανέμυαλε, τη γη την πατρική σου,
                    εἴ τοι θέσφατόν ἐστι σαωθῆναι καὶ ἱκέσθαι   αν να γλιτώσεις γράφει η μοίρα σου και να διαγείρεις πίσω
                    οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.’    στο αψηλοτάβανο παλάτι σου, στο πατρικό σου χώμα."

               475  «ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐμοί γ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.  Έτσι μου μίλησαν, κι η πέρφανη καρδιά μου τ᾿ αποδέχτη.
                    ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα   Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
                    ἥμεθα, δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ:   με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι'
                    ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν,   μα όντας ο γήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
                    οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.   οι άλλοι πλάγιασαν και κοιμήθηκαν στον ισκιερό αντρωνίτη,

               480  αὐτὰρ ἐγὼ Κίρκης ἐπιβὰς περικαλλέος εὐνῆς   κι εγώ στης Κίρκης ανεβαίνοντας το πάγκαλο κλινάρι
                    γούνων ἐλλιτάνευσα, θεὰ δέ μευ ἔκλυεν αὐδῆς:   πέφτω στα πόδια της, κι ως άκουγε, τα παρακάλια αρχίζω,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:   και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσα λόγια ομπρός της:
                    «‘ὢ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέστης,  ,, Κίρκη, το λόγο τώρα τέλεψε, παλιά που μου 'χες τάξει,
                    οἴκαδε πεμψέμεναι: θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη,   πως στην πατρίδα θα μας έστελνες· το λαχταρώ κι ατός μου,

               485  ἠδ᾿ ἄλλων ἑτάρων, οἵ μευ φθινύθουσι φίλον κῆρ   το λαχταρούν κι οι άλλοι μου σύντροφοι᾿ την ώρα εσύ που λείπεις
                    ἀμφ᾿ ἔμ᾿ ὀδυρόμενοι, ὅτε που σύ γε νόσφι γένηαι.’   με τριγυρίζουν όλοι κλαίγοντας και τρων τα σωθικά μου.»
                    «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:   Είπε, κι εκείνη ευτύς, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
                    ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    μηκέτι νῦν ἀέκοντες ἐμῷ ἐνὶ μίμνετε οἴκῳ.   κανένας λόγος πια να μένετε στο σπίτι μου άθελα σας·

               490  ἀλλ᾿ ἄλλην χρὴ πρῶτον ὁδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι   ανάγκη ωστόσο να τελέψετε μιαν άλλη στράτα πρώτα,
                    εἰς Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης,   στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
                    ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο,   χρησμό από την ψυχή να πάρετε του Τειρεσία, που μάντης
                    μάντηος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι:   στη Θήβα ήταν τυφλός, μα η δύναμη κρατάει του νου του ακόμα'
                    τῷ καὶ τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια,   τι η Περσεφόνη, και που πέθανε, τη γνώση δεν του πήρε,

               495  οἴῳ πεπνῦσθαι, τοὶ δὲ σκιαὶ ἀίσσουσιν.’   μονάχα αυτός να νιώθει᾿ οι επίλοιποι διανεύουν σαν τους ίσκιους.»
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ:   Στα λόγια της θεάς μου εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
                    κλαῖον δ᾿ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ   και στο κλινάρι της καθούμενος θρηνούσα· πια η ψυχή μου
                    ἤθελ᾿ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.   δεν ήθελε να ζει, να χαίρεται το φως του ήλιου στόν κόσμο.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενος τ᾿ ἐκορέσθην,   Μα σαν πια απόκαμα να μύρουμαι και να στρουφοκυλιούμαι,

               500  καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   γυρνώντας στη θεά, την έκραξα κι αυτά της συντυχαίνω:
                    «‘ὢ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;   ,, Κίρκη, και ποιος θ᾿ ανέβει στο άρμενο, το δρόμο να μου δείξει;
                    εἰς Ἄϊδος δ᾿ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηὶ μελαίνῃ.’    Με το καράβι του δεν έφτασε κανείς στον Άδη ακόμα!»
                    «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:   Είπα, κι εκείνη ευτύς, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
                    ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
   123   124   125   126   127   128   129   130   131   132   133