Page 131 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 131

130






                                             ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -λ- ( ΑΔΗΣ, ΝΕΚΥΑ)



               -    «αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν,   Σαν κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενο μας,
               11-   νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν,   σύραμε πρώτα το πλεούμενο στο θείο το κύμα μέσα
                    ἐν δ᾿ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,   και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι᾿
                    ἐν δὲ τὰ μῆλα λαβόντες ἐβήσαμεν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ   τα πρόβατα μετά φορτώσαμε και μπήκαμε κι ατοί μας

               5    Ἀ βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες.   βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα.
                    ἡμῖν δ᾿ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο   Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πρίμο αγέρι,
                    ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,   σταλμένο από την ωριοπλέξουδη, την ανθρωπολαλούσα
                    Κίρκη εὐπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.   θεά, την άγρια Κίρκη, σύντροφος καλός μας προβοδούσε.
                    ἡμεῖς δ᾿ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα   Κι ως τ᾿ άρμενα του πλοίου συντάξαμε, καθόμασταν, τι εκείνο

               10    ἥμεθα: τὴν δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾿ ἴθυνε.   καλά το κυβερνούσαν ο άνεμος κι ο τιμονιέρης μόνο,
                    τῆς δὲ πανημερίης τέταθ᾿ ἱστία ποντοπορούσης:   κι ολημερίς πελαγοδρόμιζε με τα πανιά γεμάτα.
                    δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.   Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
                    «ἡ δ᾿ ἐς πείραθ᾿ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.   έφτασε πια στου βαθιορέματου του Ωκεανού την άκρα.
                    ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε,   Των Κιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο,

               15   ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι: οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς   συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι αντάρα᾿ δεν τους βλέπει
                    ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,   ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες,
                    οὔθ᾿ ὁπότ᾿ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα,   μηδέ σαν παίρνει τον ανήφορο προς τ᾿ αστεράτα ουράνια,
                    οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν   μηδέ σα στρέφει απ᾿ τά μεσούρανα στης γης ξανά τα μέρη,
                    προτράπηται,                           μον᾿ νύχτα φοβερή στους άμοιρους θνητούς απλώνει πάντα.
                    ἀλλ᾿ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι.

               20   νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα   Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα
                    εἱλόμεθ': αὐτοὶ δ᾿ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο   τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα,
                    ᾔομεν, ὄφρ᾿ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾿, ὃν φράσε Κίρκη.   ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που 'χε αρμηνέψει η Κίρκη.
                    «ἔνθ᾿ ἱερήια μὲν Περιμήδης Εὐρύλοχός τε   Κει πέρα κράτησαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης μπρος μου
                    ἔσχον: ἐγὼ δ᾿ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ   τα δυο σφαχτά᾿ κι εγώ ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου

               25   βόθρον ὄρυξ᾿ ὅσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,   λάκκο ως μια πήχη πήρα κι άνοιξα του μάκρους και του φάρδους.
                    ἀμφ᾿ αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι,   και πρόσφερα χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους'
                    πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ,   πρώτα μελόγαλα τους έχυσα, κρασί γλυκό κατόπι,
                    τὸ τρίτον αὖθ᾿ ὕδατι: ἐπὶ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον.   νερό στο τέλος, και πασπάλιζα κριθάλευρο από πάνω'
                    πολλὰ δὲ γουνούμην νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,   και δεόμουν στων νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, τάζοντας τους,

               30   ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,   αν στην Ιθάκη πίσω διάγερνα, την πιο τρανή μου στέρφα
                    ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾿ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,   γελάδα να τους σφάξω, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα.
                    Τειρεσίῃ δ᾿ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ   Κι ένα κριάρι τάζω ξέχωρα στον Τειρεσία να σφάξω,
                    παμμέλαν᾿, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ἡμετέροισι.   μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά μου μέσα.
                    τοὺς δ᾿ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν,   Τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου

               35   ἐλλισάμην, τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα   στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο σφάζω απάνω,
                    ἐς βόθρον, ῥέε δ᾿ αἷμα κελαινεφές: αἱ δ᾿ ἀγέροντο   κι ως έτρεχε το μαύρο γαίμα τους, από τα σκότη κάτω
                    ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων.   βγήκαν ψυχές νεκρών αρίφνητες και μαζωχτηκαν γύρα:
                    νύμφαι τ᾿ ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες   Άγουροι, νιόπαντρες και γέροντες χιλιοβασανισμένοι,
                    παρθενικαί τ᾿ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι,   κόρες γλυκές, όλο παράπονο που σβησαν στον ανθό τους,
   126   127   128   129   130   131   132   133   134   135   136