Page 134 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 134
133
κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε
125 οὐδ᾿ ἐυήρε᾿ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται. κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.
σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾿ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει: Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου:
ὁππότε κεν δή τοι συμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης
φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο,
καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας ἐυῆρες ἐρετμόν, στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου,
130 ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι, κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,
ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾿ ἐπιβήτορα κάπρον, κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντας του,
οἴκαδ᾿ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾿ ἱερᾶς ἑκατόμβας γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,
πᾶσι μάλ᾿ ἑξείης. θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει
135 ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ να σε 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να σου κλείσει
γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον: ἀμφὶ δὲ λαοὶ μες σε βαθιά καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί σου
ὄλβιοι ἔσσονται. τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω.’ θα ζουν χαιράμενοι. Τον άκουσες τον άψευτό μου λόγο!"
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
«Τειρεσίη, τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν θεοὶ αὐτοί. ,, Τούτα οι θεοί θαρρώ πως τα 'κλωσαν ατοί τους, Τειρεσία.
140 ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον: Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
μητρὸς τήνδ᾿ ὁρόω ψυχὴν κατατεθνηυίης: Μπροστά μου την ψυχή της μάνας μου θωρώ της πεθαμένης'
ἡ δ᾿ ἀκέουσ᾿ ἧσται σχεδὸν αἵματος, οὐδ᾿ ἑὸν υἱὸν κοντά στο γαίμα κάθεται άλαλη, κι ουδέ βαστάει τα μάτια
ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι. στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει.
εἰπέ, ἄναξ, πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα;» Θέλω, τρανέ, να ξέρω αν γίνεται ποιος είμαι να γνωρίσει."
145 «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπεν: Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
«ῥηί̈διόν τοι ἔπος ἐρέω καὶ ἐπὶ φρεσὶ θήσω. ,, Δε θα 'ναι δύσκολος ο λόγος μου και θα τον καταλάβεις:
ὅν τινα μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων απ᾿ τους νεκρούς που πήρε ο θάνατος όποιον αφήνεις τώρα
αἵματος ἆσσον ἴμεν, ὁ δέ τοι νημερτὲς ἐνίψει: το γαίμα να ζυγώνει, αψεύτιστο το λόγο του θ᾿ ακούσεις'
ᾧ δέ κ᾿ ἐπιφθονέῃς, ὁ δέ τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω.’ κι όποιον δε θες, αυτός γυρίζοντας θα φεύγει πίσω πάλε."
150 Αυτά είπεν η ψυχή και κίνησε στον Άδη να διαγείρει
«ὣς φαμένη ψυχὴ μὲν ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω του Τειρεσία, σαν πια μου απόσωσε της μοίρας τα γραμμένα.
Τειρεσίαο ἄνακτος, ἐπεὶ κατὰ θέσφατ᾿ ἔλεξεν: Μα εγώ κει πέρα αμετασάλευτος καθόμουν, κι ήρθε τότε
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, ὄφρ᾿ ἐπὶ μήτηρ κι ήπιε απ᾿ το μαύρο γαίμα η μάνα μου᾿ μεμιάς νογάει ποιος
ἤλυθε καὶ πίεν αἷμα κελαινεφές: αὐτίκα δ᾿ ἔγνω, ήμουν,
καί μ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
155 «‘τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα ,, Πως φτάνεις ζωντανός στ᾿ ανήλιαγα σκοτάδια κάτω, γιε μου;
ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι. Στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ᾿ αντικρίζουν τούτα'
μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα, τι αναμεσά μας άγρια ρέματα, τρανά κυλούν ποτάμια,
Ὠκεανὸς μὲν πρῶτα, τὸν οὔ πως ἔστι περῆσαι και πρώτα ο Ωκεανός᾿ δε γίνεται να τον διαβεί κανένας
πεζὸν ἐόντ᾿, ἢν μή τις ἔχῃ ἐυεργέα νῆα. πεζός, εξόν αν καλοκάμωτο του βρίσκεται καράβι.
160 ἦ νῦν δὴ Τροίηθεν ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνεις Αλήθεια, χρόνια αφού παράδεφες, από την Τροία μη φτάνεις
νηί τε καὶ ἑτάροισι πολὺν χρόνον; οὐδέ πω ἦλθες με το άρμενο σου και τους συντρόφους, κι ακόμα στην Ιθάκη
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾿ εἶδες ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκα;» δεν έχεις έρθει; Τη γυναίκα σου στο σπίτι σου δεν είδες;"
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
‘μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀίδαο ,, Η ανάγκη, μάνα, με κατέβασε στον Κάτω Κόσμο τώρα,
165 ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο: χρησμό μαθές να πάρω απ᾿ την ψυχή του Τειρεσία του μάντη.
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιί̈δος, οὐδέ πω ἁμῆς Δεν έχω ακόμα την αργίτισσα ζυγώσει χώρα, μήτε