Page 135 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 135
134
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾿ αἰὲν ἔχων ἀλάλημαι ὀιζύν, τη γη μας πάτησα᾿ σε ατέλειωτα τυράννια παραδέρνω
ἐξ οὗ τὰ πρώτισθ᾿ ἑπόμην Ἀγαμέμνονι δίῳ απ᾿ τη στιγμή που πρωτακλούθηξα το θείον υγιό του Ατρέα
Ἴλιον εἰς ἐύπωλον, ἵνα Τρώεσσι μαχοίμην. πέρα στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσω.
170 ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον: Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο; Ποια μοίρα τάχα κάτω σ᾿ έριξε φαρμακερού θανάτου;
ἦ δολιχὴ νοῦσος, ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα Μήπως αρρώστια ήταν που χρόνισε; μην η Άρτεμη η δοξεύτρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν; με απόνετες σαγίτες σου 'ριξε και πήρε τη ζωή σου;
εἰπὲ δέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος, ὃν κατέλειπον, Και πες μου ακόμα για τον κύρη μου και για το γιο που αφήκα:
175 ἢ ἔτι πὰρ κείνοισιν ἐμὸν γέρας, ἦέ τις ἤδη αυτοί κρατούν το βασιλίκι μου, για κάποιος απ᾿ τους άλλους
ἀνδρῶν ἄλλος ἔχει, ἐμὲ δ᾿ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι. τ᾿ ορίζει τώρα, λογαριάζοντας πια εγώ πως δε γυρίζω;
εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε, Ακόμα πες μου για το ταίρι μου, ποια η γνώμη, ποιος ο νους της;
ἠὲ μένει παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσει Με τον υγιό μας τάχα μένοντας το βιος μου διαφεντεύει,
ἦ ἤδη μιν ἔγημεν Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.’ για άλλος την πήρε κιόλα ανάμεσα στους πιο τρανούς Αργίτες;"
180 «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο πότνια μήτηρ: Στα λόγια τούτα μου αποκρίθηκεν η σεβαστή μου η μάνα:
‘καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ ,, Και βέβαια εκείνη πάντα βρίσκεται στο σπίτι σου κλεισμένη
σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν: ὀιζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ και κάνει υπομονή, κι αγλύκαντες μια μια ν᾿ αποδιαβαίνουν
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ. θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη.
σὸν δ᾿ οὔ πώ τις ἔχει καλὸν γέρας, ἀλλὰ ἕκηλος Το βασιλίκι σου δεν τ᾿ άρπαξε κανένας᾿ τα μετόχια
185 Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐίσας τα ορίζει ανέγνοιος ο Τηλέμαχος, και στα τραπέζια παίρνει
δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾿ ἀλεγύνειν: τα μερτικά που πρέπει ο κύβερνος κι ο κρισολόγος να 'χει᾿
πάντες γὰρ καλέουσι. πατὴρ δὲ σὸς αὐτόθι μίμνει γιατί όλοι τον καλνούν. Ο κύρης σου στο χτήμα του ξωμένει'
ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κατέρχεται. οὐδέ οἱ εὐναὶ η χώρα δεν τον βλέπει. Του 'λειψαν, για να 'χει να πλαγιάζει,
δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα, πια τα σκεπάσματα τα λιόφωτα κι οι στρώσες κι οι φλοκάτες.
190 ἀλλ᾿ ὅ γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ, Σα χειμωνιάζει, μέσα κλείνεται και πέφτει με τους δούλους
ἐν κόνι ἄγχι πυρός, κακὰ δὲ χροὶ̈ εἵματα εἷται: στη γης, στο τζάκι πλάι, παλιόρουχα φορώντας᾿ και σα μπαίνει
αὐτὰρ ἐπὴν ἔθῃσι θέρος τεθαλυῖά τ᾿ ὀπώρη, το καλοκαίρι ως το χινόπωρο το καρπερό, πλαγιάζει
πάντῃ οἱ κατὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο όπου τυχόν βρεθεί στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήαται εὐναί. στο χώμα κάτω φύλλα απλώνοντας για στρώση, και θλιμμένος
195 ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἀέξει κοίτεται εκεί, κι ο πόνος άμετρος στα φρένα του θεριεύει,
σὸν νόστον ποθέων, χαλεπὸν δ᾿ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει. που δε γυρνάς, και τα γεράματα βαριά τον τυραννούνε.
οὕτω γὰρ καὶ ἐγὼν ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον: Κι ατή μου εγώ για τούτο χάθηκα και βρέθηκα στον Άδη'
οὔτ᾿ ἐμέ γ᾿ ἐν μεγάροισιν ἐύσκοπος ἰοχέαιρα δεν ήρθε η Δοξαρούσα σπίτι μας η καλοσημαδεύτρα
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν, να πάρει τη ζωή μου ρίχνοντας με απόνετες σαγίτες'
200 οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥ τε μάλιστα κι ουδέ κι αρρώστια με κρεβάτωσε, που το κορμί του ανθρώπου
τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν: σιγά σιγά το λιώνει ανέσπλαχνα και τη ζωή του παίρνει᾿
ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ, μόνο ο καημός για σε κι η ορμήνια σου και τα καλά σου λόγια,
σή τ᾿ ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.’ που μου 'χαν λείψει, τη μελόγλυκια ζωή μου θανάτωσαν."
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ γ᾿ ἔθελον φρεσὶ μερμηρίξας Σαν είπε τούτα, εγώ στοχάστηκα βαθιά μου, στην αγκάλη
205 να πάρω την ψυχή της μάνας μου, νεκρή που ομπρός μου
μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης.
τρὶς μὲν ἐφωρμήθην, ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει, εθώρουν.
Τρεις χύθηκα φορές, απάνω μου ποθώντας να τη σφίξω,
τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος
ἔπτατ'. ἐμοὶ δ᾿ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον, μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια: