Page 136 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 136
135
210 «‘μῆτερ ἐμή, τί νύ μ᾿ οὐ μίμνεις ἑλέειν μεμαῶτα, ,, Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω,
ὄφρα καὶ εἰν Ἀίδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε,
ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά;
ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ᾿ ἀγαυὴ Περσεφόνεια Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος,
ὤτρυν᾿, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω;« κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;"
215 «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο πότνια μήτηρ: Στα λόγια τούτα μου αποκρίθηκεν η σεβαστή μου η μάνα:
‘ὤ μοι, τέκνον ἐμόν, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, ,, Αλί, παιδί μου, ο πιο τρισάμοιρος μες στους ανθρώπους όλους,
οὔ τί σε Περσεφόνεια Διὸς θυγάτηρ ἀπαφίσκει, η Περσεφόνη δε σε γέλασε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
ἀλλ᾿ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν: μονάχα τούτη η μοίρα εγράφτηκε του ανθρώπου που πεθαίνει:
οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν, Τα νεύρα δεν κρατούν τις σάρκες του κι ουδέ τα κόκαλα του'
220 ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος αἰθομένοιο μον᾿ όταν η ζωή τα κόκαλα πια παρατήσει τ᾿ άσπρα,
δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ᾿ ὀστέα θυμός, όλα απ᾿ την άγρια ορμή δαμάζουνται της λαμπαδούσας φλόγας,
ψυχὴ δ᾿ ἠύτ᾿ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται. και μοναχά η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτερουγίζει.
ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο: ταῦτα δὲ πάντα Τώρα στο φως μιαν ώρα αρχύτερα κοίτα ν᾿ ανέβεις, όμως
ἴσθ᾿, ἵνα καὶ μετόπισθε τεῇ εἴπῃσθα γυναικί.’ για ιδές κι᾿ αυτά πιο πρίν, στο ταίρι σου για να τα λες μια μέρα."
225 «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾿, αἱ δὲ γυναῖκες Αυτά τα λόγια ως συναλλάζαμε, με ζύγωναν γυναίκες
ἤλυθον, ὤτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, ξεσηκωμένες απ᾿ τη ρήγισσα Την Περσεφόνη πλήθος,
ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες. των πιο τρανών ηρώων συγκόρμισσες και θυγατέρες όλες.
αἱ δ᾿ ἀμφ᾿ αἷμα κελαινὸν ἀολλέες ἠγερέθοντο, Καθώς στο μαύρο γαίμα ολόγυρα κοπάδι εμαζωχτήκαν,
αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην. αναρωτιόμουν πως θα δύνομουν μια μια να τις ρωτήσω.
230 ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή: Και τούτη η πιο καλή μου εικάστηκε βουλή στο λογισμό μου'
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ απ᾿ το παχύ μερί τ᾿ ολόμακρο ξεγύμνωσα σπαθί μου,
οὐκ εἴων πίνειν ἅμα πάσας αἷμα κελαινόν. κι από το μαύρο γαίμα όλες μαζί δεν άφηνα να πιούνε.
αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήισαν, ἠδὲ ἑκάστη Κι όπως εκείνες πήραν κι έρχουνταν η μια στην άλλη πίσω,
ὃν γόνον ἐξαγόρευεν: ἐγὼ δ᾿ ἐρέεινον ἁπάσας. γραμμή ρωτούσα για τη φύτρα τους, κι αυτές μου αποκρινόνταν
235 «ἔνθ᾿ ἦ τοι πρώτην Τυρὼ ἴδον εὐπατέρειαν, Εκεί είδα εγώ την αρχοντόσογη Τυρώ να φτάνει πρώτη,
ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι, κι έλεγε κόρη του αψεγάδιαστου του Σαλμωνέα πως ήταν
φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο: την είχεν ο Κρηθέας γυναίκα του, του Αίολου ο γιος, μα πρώτα
ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ᾿ Ἐνιπῆος θείοιο, αυτή έναν ποταμό ερωτεύτηκε, το θείο τον Ενιπέα,
ὃς πολὺ κάλλιστος ποταμῶν ἐπὶ γαῖαν ἵησι, τον ποταμό που τα ομορφότερα νερά στη γης σκορπίζει,
240 καί ῥ᾿ ἐπ᾿ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα. γι᾿ αυτό συχνά κι εκείνη πήγαινε στα πάγκαλα νερά του.
τῷ δ᾿ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος Τούτου την όψη ο σαλευτής της γης, ο Κοσμοσείστης, πήρε
ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος: και πλάγιασε, στου βαθιοστρόβιλου του πόταμου το στόμα,
πορφύρεον δ᾿ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, μαζί της᾿ κύμα τους περίζωσε καμπουρωτό, γεράνιο,
κυρτωθέν, κρύψεν δὲ θεὸν θνητήν τε γυναῖκα. σαν ορός, το θεό σκεπάζοντας και τη θνητή γυναίκα.
245 λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, κατὰ δ᾿ ὕπνον ἔχευεν. Τη ζώνη εκεί ο θεός της Ιλυσί της παρθενίας και μ᾿ ύπνο
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐτέλεσσε θεὸς φιλοτήσια ἔργα, την περεχύνει, κι ως εχάρηκε μαζί της την αγάπη,
ἔν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε: σφίγγει το χέρι της, της μίλησε κι αυτά της λέει τα λόγια:
«‘χαῖρε, γύναι, φιλότητι: περιπλομένου δ᾿ ἐνιαυτοῦ «Χαίρου, γυναίκα, την αγάπη μου! Στο γύρισμα του χρόνου
τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ γιους διαλεχτούς θα κάμεις᾿ ο έρωτας ποτέ των αθανάτων
250 ἀθανάτων: σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε. δεν πάει χαμένος᾿ μόνο γνοιάζου τους καί μικρανάθρεψέ τους.
νῦν δ᾿ ἔρχευ πρὸς δῶμα, καὶ ἴσχεο μηδ᾿ ὀνομήνῃς: Τώρα στο σπίτι τράβα αμίλητη και κρύβε τ᾿ όνομά μου'
αὐτὰρ ἐγώ τοί εἰμι Ποσειδάων ἐνοσίχθων.’ ο Ποσειδώνας όμως κάτεχε πως είμαι, ο κοσμοσείστης!"
«ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα. Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα'
ἡ δ᾿ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καὶ Νηλῆα, κι αυτή γκαστρώθη και του γέννησε δυο γιους, τρανούς ρηγάδες,