Page 137 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 137
136
255 τὼ κρατερὼ θεράποντε Διὸς μεγάλοιο γενέσθην που στου μεγάλου Δία τη δούλεψη στάθηκαν, τον Πελία
ἀμφοτέρω: Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ και το Νηλέα. Μες στην πλατύχωρην Ίωλκό ο Πελίας εζούσε,
ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι. πλούσιος σε πρόβατα, κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη Πύλο.
τοὺς δ᾿ ἑτέρους Κρηθῆι τέκεν βασίλεια γυναικῶν, Τους άλλους στον Κρηθέα τους γέννησεν η αρχόντισσα γυναίκα,
Αἴσονά τ᾿ ἠδὲ Φέρητ᾿ Ἀμυθάονά θ᾿ ἱππιοχάρμην. τον Αμυθάονα τον πολέμαρχο, τον Αίσονα, το Φέρη.
260 «τὴν δὲ μετ᾿ Ἀντιόπην ἴδον, Ἀσωποῖο θύγατρα, Την κόρη του Ασωπού ξεχώρισα μετά, την Αντιόπη᾿
ἣ δὴ καὶ Διὸς εὔχετ᾿ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι, στην αγκαλιά του Δία πως έγειρε παινεύουνταν, και του 'χε
καί ῥ᾿ ἔτεκεν δύο παῖδ᾿, Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε, δυο γιους γεννήσει, τον Αμφίονα και τον τρανό το Ζήθο.
οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο, Πρώτοι της Θήβας της εφτάπορτης το κάστρο ετούτοι χτίσαν
πύργωσάν τ᾿, ἐπεὶ οὐ μὲν ἀπύργωτόν γ᾿ ἐδύναντο κι ύψωσαν τείχη, τι δε δονούνταν, κι ας ήταν αντρειωμένοι,
265 ναιέμεν εὐρύχορον Θήβην, κρατερώ περ ἐόντε. στη Θήβα μέσα την πλατύδρομη χωρίς τειχιά να μένουν.
«τὴν δὲ μετ᾿ Ἀλκμήνην ἴδον, Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν, Είδα μετά και του Αμφιτρύωνα το ταίρι, την Αλκμήνη,
ἥ ῥ᾿ Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα που στις αγκάλες ως κοιμήθηκε του Δία του τρισμεγάλου,
γείνατ᾿ ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα: τον άτρομο Ηρακλή του γέννησε, με την καρδιά του λιόντα.
καὶ Μεγάρην, Κρείοντος ὑπερθύμοιο θύγατρα, Κι είδα του Κρέοντα του πολεμάρχου την κόρη, τη Μεγάρα,
270 τὴν ἔχεν Ἀμφιτρύωνος υἱὸς μένος αἰὲν ἀτειρής. που του Αμφιτρύωνα την παντρεύτηκεν ο γιος ο ψυχωμένος.
«μητέρα τ᾿ Οἰδιπόδαο ἴδον, καλὴν Ἐπικάστην, Του Οιδίποδα τη μάνα αντίκρισα, την όμορφη Επικάστη,
ἣ μέγα ἔργον ἔρεξεν ἀιδρείῃσι νόοιο φριχτές δουλειές που αποδυνάστηκεν ανήξερη, το γιο της
γημαμένη ᾧ υἷι: ὁ δ᾿ ὃν πατέρ᾿ ἐξεναρίξας να πάρει γι᾿ άντρα᾿ τον πατέρα του σκοτώνοντας εκείνος
γῆμεν: ἄφαρ δ᾿ ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν. την πήρε ταίρι, μα ως οι αθάνατοι μεμιάς τα ξεσκέπασαν
275 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων στον κόσμον όλο, εκείνος έμεινε να τυραννιέται ρήγας
Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς: στη Θήβα, τι θεών ανέσπλαχνη βουλή τον κυβερνούσε.
ἡ δ᾿ ἔβη εἰς Ἀίδαο πυλάρταο κρατεροῖο, Κι αυτή σκοινί ψηλά απ᾿ της κάμαρας κρεμώντας το δοκάρι
ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ᾿ ὑψηλοῖο μελάθρου, στου Άδη τα σπίτια κάτω εδιάβηκε, του ανήλεου θυροκράτη,
ᾧ ἄχεϊ σχομένη: τῷ δ᾿ ἄλγεα κάλλιπ᾿ ὀπίσσω απ᾿ τον καημό της, πίσω αφήνοντας εκείνον σε τυράννια
280 πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσιν. δίχως σωμό, που από της μάνας του τις Ερινύες τραβούσε.
«καὶ Χλῶριν εἶδον περικαλλέα, τήν ποτε Νηλεὺς Είδα τη Χλωρή την πεντάμορφη᾿ μύρια ο Νηλέας του γάμου
γῆμεν ἑὸν διὰ κάλλος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα, δώρα είχε δώσει για τα κάλλη της, γυναίκα ως να την πάρει'
ὁπλοτάτην κούρην Ἀμφίονος Ἰασίδαο, ήταν του Αμφίονα στερνογέννητη, του γιου του Ιάσου, κόρη,
ὅς ποτ᾿ ἐν Ὀρχομενῷ Μινυείῳ ἶφι ἄνασσεν: που κάποτε τους Μίνυες όριζε, του Ορχομενού ρηγάρχης.
285 ἡ δὲ Πύλου βασίλευε, τέκεν δέ οἱ ἀγλαὰ τέκνα, Κι αυτή, στην Πύλο πια βασίλισσα, τρανούς υγιούς του εγέννα,
Νέστορά τε χρόνιον τε Περικλύμενόν τ᾿ ἀγέρωχον. τον Νέστορα, τον Περικλύμενο το γαύρο, το Χρομίο'
τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμην Πηρὼ τέκε, θαῦμα βροτοῖσι, κι ακόμα την Πηρώ του γέννησε, μια θυγατέρα θάμα,
τὴν πάντες μνώοντο περικτίται: οὐδ᾿ ἄρα Νηλεὺς που όλοι τρογύρα την εγύρευαν μα ο κύρης της σε κείνον
τῷ ἐδίδου ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους ταίρι την έδινε, που του Ίφικλου τις φαρδιοκουτελάτες
290 ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης στριφτόκερες γελάδες θ᾿ άρπαζε — βαριά δουλειά στ᾿ αλήθεια!—
ἀργαλέας: τὰς δ᾿ οἶος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων απ᾿ τη Φυλακή᾿ κι ένας άψεγος, μονάχα εκείνος, μάντης
ἐξελάαν: χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε, του το 'χε τάξει, όμως τον έδεσε θεού κι εκείνον μοίρα
δεσμοί τ᾿ ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται. βαριά και δίχως έλεος άλυσες και του βουνού οι βουκόλοι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες,
295 ἂψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση,
καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη, τότε ο τρανός Ίφικλος λευτέρωσε το μαντολόγο, ως του 'πε
θέσφατα πάντ᾿ εἰπόντα: Διὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή. τη μοίρα του όλη —κι ήταν θέλημα του Δία να γίνουν τούτα.
«καὶ Λήδην εἶδον, τὴν Τυνδαρέου παράκοιτιν, Και του Τυνδάρεου τη συγκόρμισσα ξεχώρισα, τη Λήδα,
ἥ ῥ᾿ ὑπὸ Τυνδαρέῳ κρατερόφρονε γείνατο παῖδε, που δυο αντρειωμένους γιους του γέννησε, της πυγμαχίας τεχνίτη