Page 142 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 142
141
καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: μέσα σε κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
« ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
σχέτλιε, τίπτ᾿ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον; απόκοτε! σαν τι τρανότερο θα στοχαστείς ακόμα;
475 Αλήθεια, πως το αποδυνάστηκες να κατεβείς στον Άδη,
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
όπου οι νεκροί διανεύουν άπραγοι, των πεθαμένων οι ίσκιοι;»
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
,, Γιέ του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς
‘ὦ Ἀχιλεῦ Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾿ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν λογιόσουν,
ήταν ανάγκη εδώ που μ᾿ έφερε, να πάρω την ορμήνια
480 εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην: του Τειρεσία, στην κακοτράχαλη το πως θα φτάσω Ιθάκη.
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιί̈δος, οὐδέ πω ἁμῆς Τη χώρα ακόμα την αργίτισσα δε ζύγωσα, τη γη μου
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾿ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾿, Ἀχιλλεῦ, δεν πάτησα᾿ τυράννια ατέλειωτα με δέρνουν. Μα από σένα
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτατος οὔτ᾿ ἄρ᾿ άλλος αλήθεια πιο καλότυχος μήτε έγινε, Αχιλλέα,
ὀπίσσω. μήτε θα γίνει᾿ σε δοξάζαμε σαν τους θεούς οι Αργίτες,
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
485 Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν όσο που ζούσες᾿ τώρα ξέχωρα μες στους νεκρούς ορίζεις,
ἐνθάδ᾿ ἐών: τῷ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.’ εδώ που βρίσκεσαι᾿ μη θλίβεσαι λοιπόν για το χαμό σου.»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε: Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι αυτά μου απηλογήθη:
‘μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ. ,, Ας τα, Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει παρηγοριά!
βουλοίμην κ᾿ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος
490 ἀνδρὶ παρ᾿ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, σε αφέντη που 'χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο,
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν. παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας να᾿ μαι.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τοῦ παιδὸς ἀγαυοῦ μῦθον ἐνίσπες, Για τον υγιό μου τον περίλαμπρο για πες μου τώρα κάτι'
ἢ ἕπετ᾿ ἐς πόλεμον πρόμος ἔμμεναι, ἦε καὶ οὐκί. ήρθε κι αυτός ν᾿ ανοίξει πόλεμο στους πρώτους πρώτους μέσα,
εἰπὲ δέ μοι Πηλῆος ἀμύμονος, εἴ τι πέπυσσαι, για κι όχι; Ακόμα για τον άψεγο Πηλέα τι ξέρεις πες μου'
495 ἢ ἔτ᾿ ἔχει τιμὴν πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, και τώρα τιμημένος βρίσκεται στους πλήθιους Μυρμιδόνες,
ἦ μιν ἀτιμάζουσιν ἀν᾿ Ἑλλάδα τε Φθίην τε, για πια δεν τον ψηφούν ολόγυρα στη Φθία και στην Ελλάδα,
οὕνεκά μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε. που 'χει γεράσει και του κόπηκαν τα χέρια και τα πόδια;
οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο, τι εγώ πια δεν του παραστέκουμαι, δε ζω στο φως του γήλιου
τοῖος ἐών, οἷός ποτ᾿ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ και να 'μαι ως τότε, στην απλόχωρη την Τροία που πολεμούσα
500 πέφνον λαὸν ἄριστον, ἀμύνων Ἀργείοισιν: και σκότωνα αντρειανούς, το θάνατο να διώξω απ᾿ τους Αργίτες.
εἰ τοιόσδ᾿ ἔλθοιμι μίνυνθά περ ἐς πατέρος δῶ: Τέτοιος και μια στιγμή να γύριζα στο πατρικό παλάτι,
τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους, κάποιοι θα τρόμαζαν τη λύσσα μου, τ᾿ ανίκητά μου χέρια,
οἳ κεῖνον βιόωνται ἐέργουσίν τ᾿ ἀπὸ τιμῆς.’ όσοι ζητούν το βασιλίκι του μεβιάς να του στερήσουν.»
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
505 ‘ἦ τοι μὲν Πηλῆος ἀμύμονος οὔ τι πέπυσμαι, ,, Τίποτε αλήθεια για τον άψεγο Πηλέα δεν έχω ακούσει᾿
αὐτάρ τοι παιδός γε Νεοπτολέμοιο φίλοιο μονάχα για το Νεοπτόλεμο, τον ακριβό το γιο σου,
πᾶσαν ἀληθείην μυθήσομαι, ὥς με κελεύεις: την πάσα αλήθεια, ως μου το γύρεψες, θα μολογήσω τώρα:
αὐτὸς γάρ μιν ἐγὼ κοίλης ἐπὶ νηὸς ἐίσης Ατός μου πα στο καλοζύγιαστο, το βαθουλό καράβι
ἤγαγον ἐκ Σκύρου μετ᾿ ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς. στους Αχαιούς τους λιονταρόψυχους τον έφερα απ᾿ τη Σκύρο.
510 ἦ τοι ὅτ᾿ ἀμφὶ πόλιν Τροίην φραζοίμεθα βουλάς, Και κάθε που βουλές κινούσαμε στης Τροίας το κάστρο γύρα,
αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων: πρώτος μιλώντας πάντα θα᾿ βρισκε τον ταιριασμένο λόγο'
Νέστωρ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω. μονάχα απ᾿ τόν ισόθεο Νέστορα νικιόταν κι από μένα.
αὐτὰρ ὅτ᾿ ἐν πεδίῳ Τρώων μαρναίμεθα χαλκῷ, Μα σα χτυπιόμαστε συνάρματοι στων Τρωών τον κάμπο κάτω,
οὔ ποτ᾿ ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν οὐδ᾿ ἐν ὁμίλῳ, μες στο σωρό ποτέ δεν έμενε και στο στρατό τον πλήθιο,