Page 146 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 146
145
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -μ-
- ἦἈ«αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο λίπεν ῥόον Ὠκεανοῖο Του Ωκεανού το ρέμα ως άφηκε, μπήκε το πλοίο στο κύμα
12- νηῦς, ἀπὸ δ᾿ ἵκετο κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο μέσα του πέλαου του πλατύδρομου, και στο νησί της Αίας
νῆσόν τ᾿ Αἰαίην, ὅθι τ᾿ Ἠοῦς ἠριγενείης ήρθε κοντά᾿ της πουρνογέννητης Αυγής τα χοροστάσια
οἰκία καὶ χοροί εἰσι καὶ ἀντολαὶ Ἠελίοιο, και το παλάτι, και τ᾿ ανάτελα του Γήλιου εκεί βρίσκονται.
5 νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν, Μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης: κι εμείς εβγήκαμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω
ἔνθα δ᾿ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν. και καρτερούσαμε κοιμάμενοι τη θείαν Αυγή να φέξει.
«ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάρους προί̈ειν ἐς δώματα Κίρκης στης Κίρκης το παλάτι πρόσταξα να δράμουν οι συντρόφοι,
10 οἰσέμεναι νεκρόν, Ἐλπήνορα τεθνηῶτα. γοργά το ανέψυχο του Ελπήνορα κορμί να κουβαλήσουν.
φιτροὺς δ᾿ αἶψα ταμόντες, ὅθ᾿ ἀκροτάτη πρόεχ᾿ ἀκτή, Κι ως δέντρα εκόψαμε, στου ακρόγιαλου ψηλά ψηλά την άκρα
θάπτομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες. τον κάψαμε θλιμμένοι, κι έτρεχαν τα μάτια μας ποτάμι.
αὐτὰρ ἐπεὶ νεκρός τ᾿ ἐκάη καὶ τεύχεα νεκροῦ, Και σύντας πια ο νεκρός και τ᾿ άρματα μαζί του αποκάηκαν,
τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες μνημούρι ασκώσαμε, και σύραμε μια πέτρα για σημάδι,
15 πήξαμεν ἀκροτάτῳ τύμβῳ ἐυῆρες ἐρετμόν. και στην κορφή απ᾿ το μνήμα εμπήξαμε κουπί καλοφτιαγμένο.
«ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν: οὐδ᾿ ἄρα Κίρκην Εμείς εκεί γι᾿ αυτά γνοιαζόμασταν, μα η Κίρκη από τον Άδη
ἐξ Ἀίδεω ἐλθόντες ἐλήθομεν, ἀλλὰ μάλ᾿ ὦκα πως είχαμε διαγείρει το 'ξερε, κι αφού στολίστη πρώτα,
ἦλθ᾿ ἐντυναμένη: ἅμα δ᾿ ἀμφίπολοι φέρον αὐτῇ ήρθε γοργά, κι ακλούθουν πίσω της οι βάγιες κουβαλώντας
σῖτον καὶ κρέα πολλὰ καὶ αἴθοπα οἶνον ἐρυθρόν. κρασί που στραφταλούσε κόκκινο, ψωμί και κρέατα πλήθος.
20 ἡ δ᾿ ἐν μέσσῳ στᾶσα μετηύδα δῖα θεάων: Κοντά μας στάθη τότε η αρχόντισσα θεά και μας μιλούσε:
«‘σχέτλιοι, οἳ ζώοντες ὑπήλθετε δῶμ᾿ Ἀίδαο, ,, Εσείς οι απόκοτοι, που μπήκατε και ζωντανοί στον Άδη!
δισθανέες, ὅτε τ᾿ ἄλλοι ἅπαξ θνῄσκουσ᾿ ἄνθρωποι. Εσείς οι διπλοαποθανούμενοι — κι όλοι οι άλλοι μια πεθαίνουν!
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Μα ελάτε τώρα, εδώ καθίσετε, φαΐ, κρασί χαρείτε
αὖθι πανημέριοι: ἅμα δ᾿ ἠοῖ φαινομένηφι ολημερίς, και τα χαράματα, σα φέξει πια, κινάτε
25 πλεύσεσθ': αὐτὰρ ἐγὼ δείξω ὁδὸν ἠδὲ ἕκαστα με τ᾿ άρμενο᾿ κι εγώ το δρόμο σας θα δείξω, και τα πάντα
σημανέω, ἵνα μή τι κακορραφίῃ ἀλεγεινῇ θα ξεδιαλύνω, μη στα πέλαγα για στη στεριά σας λάχουν
ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε πῆμα παθόντες.’ πίβουλες τέχνες και σε αβάσταχτα ξανά ριχτείτε πάθη."
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. Είπε, και σύγκλινε στα λόγια της η πέρφανη καρδιά μας.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα Έτσι, ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
30 ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ: με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν, Μα όντας ο γήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
οἱ μὲν κοιμήσαντο παρὰ πρυμνήσια νηός, μπρος στις πρυμάτσες του πλεούμενου πλάγιασαν οι σύντροφοι'
ἡ δ᾿ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα φίλων ἀπονόσφιν ἑταίρων εμένα η Κίρκη αλάργα μ᾿ έσυρε, κρατώντας με απ᾿ το χέρι,
εἷσέ τε καὶ προσέλεκτο καὶ ἐξερέεινεν ἕκαστα: με κάθισε, κοντά μου πλάγιασε, και μου τα ρώτησε όλα'
35 αὐτὰρ ἐγὼ τῇ πάντα κατὰ μοῖραν κατέλεξα. κι όπως εγώ τα πάντα ιστόρησα με τη σειρά πως γίναν,
καὶ τότε δή μ᾿ ἐπέεσσι προσηύδα πότνια Κίρκη: πήρε η σεβάσμια Κίρκη κι έλεγε κι αυτά μου απηλογήθη:
«‘ταῦτα μὲν οὕτω πάντα πεπείρανται, σὺ δ᾿ ἄκουσον, ,, Έτσι όλα τούτα τώρα τέλεψαν μα στα δικά μου λόγια
ὥς τοι ἐγὼν ἐρέω, μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός. για στήσε αφτί᾿ μπορεί κι αθάνατος να σου τ᾿ αναθυμίσει!
Σειρῆνας μὲν πρῶτον ἀφίξεαι, αἵ ῥά τε πάντας Πιό πρώτα στις Σειρήνες φεύγοντας θα φτάσεις, που πλανεύουν
40 ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφεας εἰσαφίκηται. τους θνητούς όλους, όποιος έτυχε να φτάσει στο νησί τους.
ὅς τις ἀιδρείῃ πελάσῃ καὶ φθόγγον ἀκούσῃ Κανείς αν τις σιμώσει ανήξερος και τη φωνή γρικήσει