Page 147 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 147

146




                    Σειρήνων, τῷ δ᾿ οὔ τι γυνὴ καὶ νήπια τέκνα   απ᾿ τις Σειρήνες, πια η γυναίκα του και τα μικρά παιδιά του
                    οἴκαδε νοστήσαντι παρίσταται οὐδὲ γάνυνται,   το γυρισμό του δεν τον χαίρουνται᾿ τον έχουν οι Σειρήνες
                    ἀλλά τε Σειρῆνες λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ   με το γλυκό μαθές τραγούδι τους πλανέψει. Το λιβάδι

               45                                          που κάθουνται το ζώνουν κόκαλα σωρός, από κουφάρια,
                    ἥμεναι ἐν λειμῶνι, πολὺς δ᾿ ἀμφ᾿ ὀστεόφιν θὶς
                                                           που γύρω εσκέβρωσε το δέρμα τους κι η σάρκα έχει σαπίσει.
                    ἀνδρῶν πυθομένων, περὶ δὲ ῥινοὶ μινύθουσι.
                                                           Μα εσύ προσπερνά τις, και βούλωσε τ᾿ αφτιά των σύντροφών
                    ἀλλὰ παρεξελάαν, ἐπὶ δ᾿ οὔατ᾿ ἀλεῖψαι ἑταίρων
                                                           σου
                    κηρὸν δεψήσας μελιηδέα, μή τις ἀκούσῃ
                    τῶν ἄλλων: ἀτὰρ αὐτὸς ἀκουέμεν αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα,   κερί μελόγλυκο μαλάζοντας, κανείς από τους άλλους
                                                           μην τις ακούσει᾿ συ όμως άκου τες, αν το τραβά η καρδιά σου'

               50   δησάντων σ᾿ ἐν νηὶ θοῇ χεῖράς τε πόδας τε   μα να σε δέσουν χεροπόδαρα μες στο καράβι, ολόρθο
                    ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾿ αὐτοῦ πείρατ᾿ ἀνήφθω,   πα στο κατάρτι, να 'ναι πάνω του δεμένα τα σκοινιά σου,
                    ὄφρα κε τερπόμενος ὄπ᾿ ἀκούσῃς Σειρήνοιιν.   ν᾿ αναγαλλιάσεις τις γλυκόλαλες ακούγοντας Σειρηνες.
                    εἰ δέ κε λίσσηαι ἑτάρους λῦσαί τε κελεύῃς,   Κι αν τους φωνάζεις να σε λύσουνε παρακαλώντας, πες τους
                    οἱ δέ σ᾿ ἔτι πλεόνεσσι τότ᾿ ἐν δεσμοῖσι διδέντων.   να ρίχτουν πάνω, σου, σφιχτότερα να δέσουν τα σκοινιά σου.

               55                                          Μα όταν πια θα 'χουν οι σύντροφοι σου περάσει τις Σειρήνες,
                    αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τάς γε παρὲξ ἐλάσωσιν ἑταῖροι,   εδώ κι ομπρός στις που σου ανοίγουνται δυο στράτες ποιάν θα
                    ἔνθα τοι οὐκέτ᾿ ἔπειτα διηνεκέως ἀγορεύσω,
                                                           πάρεις
                    ὁπποτέρη δή τοι ὁδὸς ἔσσεται, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
                                                           μη με ρωτήσεις᾿ την απόφαση να πάρεις πρέπει ατός σου'
                    θυμῷ βουλεύειν: ἐρέω δέ τοι ἀμφοτέρωθεν.
                                                           εγώ θα πω το τι σου μέλλεται να βρεις στις δυο τις στράτες:
                    ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾿ αὐτὰς
                                                           Δώθε είναι βράχοι αψηλοκρέμαστοι και της γαλανομάτας
               60   κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης:   της Αμφιτρίτης σπάζει απάνω τους με άγριον αχό το κύμα.
                    Πλαγκτὰς δή τοι τάς γε θεοὶ μάκαρες καλέουσι.   Τους νοματίζουν Ταξιδόβραχους οι τρισμακαρισμένοι
                    τῇ μέν τ᾿ οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ πέλειαι   θεοί᾿ πουλί δεν τους προσδιάβηκε, μηδέ τα περιστέρια
                    τρήρωνες, ταί τ᾿ ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσιν,   που κουβαλούνε την αθάνατη θροφή στο Δία πατέρα᾿
                    ἀλλά τε καὶ τῶν αἰὲν ἀφαιρεῖται λὶς πέτρη:   κάθε φορά θ᾿ αρπάξει κι ένα τους ο ορθόγκρεμος ο βράχος᾿

               65                                          και βάζει ένα άλλο ο Δίας στον τόπο του, λειψά να μην του
                    ἀλλ᾿ ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι.   μείνουν.
                    τῇ δ᾿ οὔ πώ τις νηῦς φύγεν ἀνδρῶν, ἥ τις ἵκηται,   Απ᾿ όσα εκεί βρεθούν πλεούμενα κανένα δε γλιτώνει᾿
                    ἀλλά θ᾿ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν   καραβοσάνιδα κι ανθρώπινα κορμιά μαζί ξεσέρνει
                    κύμαθ᾿ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾿ ὀλοοῖο θύελλαι.   το κύμα αδιάκοπα κι ο σίφουνας του φοβερού βουλκάνου.
                    οἴη δὴ κείνη γε παρέπλω ποντοπόρος νηῦς,
                                                           Ένα μονάχα πελαγόδρομο καράβι τους προσδιάβη,
               70    Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, παρ᾿ Αἰήταο πλέουσα.   η Αργώ, τη γη του Αιήτη ως αφήκεν, η πολυφουμισμένη᾿
                    καὶ νύ κε τὴν ἔνθ᾿ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας,   στους τρανούς βράχους πάνω θα 'πεφτε κι εκείνο, μα το αφήκε
                    ἀλλ᾿ Ἥρη παρέπεμψεν, ἐπεὶ φίλος ἦεν Ἰήσων.    η Ήρα από αγάπη στον Ιάσονα γερό να προσπεράσει.
                    «‘οἱ δὲ δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει   Κείθε θα ιδείς δυο θαλασσόβραχους᾿ του ενός στα ουράνια φτάνει
                    ὀξείῃ κορυφῇ, νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε   η σουβλερή κορφή᾿ το σύγνεφο, που εκεί ψηλά τον ζώνει,

               75   κυανέη: τὸ μὲν οὔ ποτ᾿ ἐρωεῖ, οὐδέ ποτ᾿ αἴθρη   το σκοτεινό, κανένας άνεμος δεν το σκορπάει, και μήτε
                    κείνου ἔχει κορυφὴν οὔτ᾿ ἐν θέρει οὔτ᾿ ἐν ὀπώρῃ.   για καλοκαίρι για χινόπωρο ποτέ η κορφή ξανοίγει.
                    οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνὴρ οὐδ᾿ ἐπιβαίη,   Θνητός απάνω εκεί δεν πάτησε᾿ κι είκοσι χέρια αν είχε
                    οὐδ᾿ εἴ οἱ χεῖρές τε ἐείκοσι καὶ πόδες εἶεν:   κι είκοσι πόδια, δε θα δονούνταν ν᾿ ανέβει στην κορφή του᾿
                    πέτρη γὰρ λίς ἐστι, περιξεστῇ ἐικυῖα.   κοφτός ο βράχος ίσια υψώνεται, λες κι είναι δουλεμένος.

               80   μέσσῳ δ᾿ ἐν σκοπέλῳ ἔστι σπέος ἠεροειδές,   Στη μέση εκεί του θαλασσόβραχου, στραμμένη στο σκοτάδι,
                    πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον, ᾗ περ ἂν ὑμεῖς   στα δυσμικά, μια μαύρη ανοίγεται σπηλιά᾿ και σεις εκείθε
                    νῆα παρὰ γλαφυρὴν ἰθύνετε, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ.   θα προσδιαβείτε λέω με τ᾿ άρμενο, περίλαμπρε Οδυσσέα.
                    οὐδέ κεν ἐκ νηὸς γλαφυρῆς αἰζήιος ἀνὴρ   Να ρίξει κι ένας χεροδύναμος θνητός με το δοξάρι
   142   143   144   145   146   147   148   149   150   151   152