Page 143 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 143
142
515 ἀλλὰ πολὺ προθέεσκε τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων, μον᾿ μπρος τραβούσε και δεν άφηνε κανείς να τον περάσει.
πολλοὺς δ᾿ ἄνδρας ἔπεφνεν ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι. Κι ήταν περίσσιοι αυτοί που σκότωσε στην άγρια μάχη μέσα'
πάντας δ᾿ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω, όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω,
ὅσσον λαὸν ἔπεφνεν ἀμύνων Ἀργείοισιν, που 'χει σκοτώσει παραστέκοντας τους Δαναούς ο γιος σου.
ἀλλ᾿ οἷον τὸν Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ, Τι ήταν εκείνος που απ᾿ το χάλκινο κοντάρι του εσωριάστη,
520 ἥρω᾿ Εὐρύπυλον, πολλοὶ δ᾿ ἀμφ᾿ αὐτὸν ἑταῖροι ο γιος του Τήλεφου, ο λιοντόκαρδος Ευρύπυλος! Και πλήθος
Κήτειοι κτείνοντο γυναίων εἵνεκα δώρων. Κητιώτες γύρω του σκοτώνουνταν — για τα γυναικεία δώρα!
κεῖνον δὴ κάλλιστον ἴδον μετὰ Μέμνονα δῖον. Πιο όμορφο, εξόν το θείο το Μέμνονα, δεν έχω ιδεί από κείνον.
αὐτὰρ ὅτ᾿ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὃν κάμ᾿ Ἐπειός, Κι όντας μες στο άλογο χωνόμασταν, που 'χε ο Επειός σκαρώσει,
Ἀργείων οἱ ἄριστοι, ἐμοὶ δ᾿ ἐπὶ πάντα τέταλτο, οι πιο αντρειωμένοι Αργίτες, κι 'βριζα τα πάντα εγώ,
525 το στέριο πότε ν᾿ ανοίξω τον κρυψώνα μας και πότε να τον
ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν λόχον ἠδ᾿ ἐπιθεῖναι, κλείσω,
ἔνθ᾿ ἄλλοι Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες των Αχαιών οι επίλοιποι άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες
δάκρυά τ᾿ ὠμόργνυντο τρέμον θ᾿ ὑπὸ γυῖα ἑκάστου: τα δάκρυα τους σφουγγίζαν, κι έτρεμαν του καθενός τα γόνα.
κεῖνον δ᾿ οὔ ποτε πάμπαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν Το γιο σου μοναχά τα μάτια μου δεν είδαν να χλωμιάζει
οὔτ᾿ ὠχρήσαντα χρόα κάλλιμον οὔτε παρειῶν
καθόλου στο πανώριο πρόσωπο κι από τα μαγουλά του
530 δάκρυ ὀμορξάμενον: ὁ δέ γε μάλα πόλλ᾿ ἱκέτευεν τα δάκρυα να σφουγγάει, μον᾿ γύρευε με χίλια παρακάλια
ἱππόθεν ἐξέμεναι, ξίφεος δ᾿ ἐπεμαίετο κώπην να βγει από τ᾿ άλογο, κι ακράγγιζε τη φούχτα του σπαθιού του
καὶ δόρυ χαλκοβαρές, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα. και το χαλκόβαρο κοντάρι του, κακά στους Τρώες λογιώντας.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, Μα ως το καστρί του Πρίαμου πήραμε το απόγκρεμο, κινούσε
μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν μαζί το μερτικό του παίρνοντας και πλούσιο αρχοντομοίρι,
535 ἀσκηθής, οὔτ᾿ ἂρ βεβλημένος ὀξέι χαλκῷ υγιος κι απείραχτος᾿ δε βρέθηκε μακριάθε να τον κρούσει
οὔτ᾿ αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ για από κοντά με τα χαλκάρματα κανένας, σε πολέμους
γίγνεται ἐν πολέμῳ: ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.’ ως γίνεται συχνά, κι αδιάλεχτα ξανάβει του Άρη η λύσσα.»
«ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο Έτσι μιλούσα᾿ του γοργόποδου τότε η ψυχή Αχιλλέα
φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα, με δρασκελιές μεγάλες κίνησε στο ασφοδελό λιβάδι
540 γηθοσύνη ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι. χαρούμενη να φεύγει, ως άκουσε για την αντρεία του γιου του.
«αἱ δ᾿ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων Των άλλων των νεκρών που εχάθηκαν στέκονταν πικραμένες
ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾿ ἑκάστη. μπρος μου οι ψυχές, και για τις έγνοιες της η κάθε μια ρωτούσε'
οἴη δ᾿ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο και μοναχά του Αίαντα απόμερα, του γιου του Τελαμώνα,
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης, στεκόταν, άπαυτα χολιάζοντας μαζί μου για τη νίκη,
545 τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ που 'χα νικήσει στα καράβια μας στην κρίση που 'χε ορίσει
τεύχεσιν ἀμφ᾿ Ἀχιλῆος: ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ. η Θέτη η σεβαστή για τ᾿ άρματα του γιου της, τίνος να 'ναι'
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη. κι ήταν των Τρωών οι γιοί που εδίκασαν μαζί με την Παλλάδα.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾿ ἐπ᾿ ἀέθλῳ: Αχ, να γινόταν να μην κέρδιζα τέτοιο βραβείο ποτέ μου!
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾿ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν, τι η γης απ᾿ αφορμή τους σκέπασε τρανό αντρειωμένο τότε,
550 Αἴανθ᾿, ὃς πέρι μὲν εἶδος, πέρι δ᾿ ἔργα τέτυκτο τον Αίαντα, πρώτος που ξεχώριζε σ᾿ αντρεία και κάλλη απ᾿ όλους
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾿ ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα. τους Δαναούς, έξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν: Γυρνώντας τότε με γλυκόλογα του μίλησα και του 'πα:
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες ,, Αίαντα, γιε αντρειωμένε του άψεγου του Τελαμώνα, αλήθεια
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων μαζί μου το θυμό για τ᾿ άρματα δεν ξέχασες ακόμα
555 οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι, — ανάθεμα τα— και που πέθανες; Τα βάλαν για κακό μας
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο: σεῖο δ᾿ Ἀχαιοὶ οι αθάνατοι, τι αλήθεια εχάσαμε τον πύργο μας, κι οι Αργίτες
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο νεκρόν αλάγιαστα σε κλαίγαμε, καθώς και του Πηλέα
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές: οὐδέ τις ἄλλος το γιο, τον Αχιλλέα, θρηνήσαμε. Δε φταίει κανένας άλλος,