Page 148 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 148

147




                    τόξῳ ὀιστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο.   κάτωθε, απ᾿ τ᾿ άρμενο, δε δύνεται να φτάσει στην κουφάλα
               85   ἔνθα δ᾿ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα.   του σπήλιου. Μέσα η Σκύλλα κάθεται κι άγρια αλιχτάει᾿ κι αν είναι
                    τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλῆς   σαν κουταβιού μικρού, νιογέννητου το γαύγισμά της, όμως
                    γίγνεται, αὐτὴ δ᾿ αὖτε πέλωρ κακόν: οὐδέ κέ τίς μιν   ατή της άγριο είναι παράλλαμα᾿ θωρώντας τη μπροστά του
                    γηθήσειεν ἰδών, οὐδ᾿ εἰ θεὸς ἀντιάσειεν.   κανείς δε θα 'νιώθε αναγάλλιαση, κι αθάνατος αν ήταν.
                    τῆς ἦ τοι πόδες εἰσὶ δυώδεκα πάντες ἄωροι,   Έχει μαθές ποδάρια δώδεκα, μισερωμένα, κι έξι
               90   ἓξ δέ τέ οἱ δειραὶ περιμήκεες, ἐν δὲ ἑκάστῃ   λαιμούς ψηλούς, κι από 'να υψώνεται στις άκρες τους κεφάλι
                    σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες   τρομαχτικό, που ανοιεί το στόμα του με τρεις αράδες δόντια
                    πυκνοὶ καὶ θαμέες, πλεῖοι μέλανος θανάτοιο.   πυκνά, σφιχτοδεμένα, θάνατο που ξεχειλίζουν μαύρο.
                    μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν,   Με το μισό κορμί της κρύβεται στο βαθουλό το σπήλιο,
                    ἔξω δ᾿ ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου,   κι απ᾿ τα φριχτά του βάθη βγάζοντας τις κεφαλές της όξω

               95   αὐτοῦ δ᾿ ἰχθυάᾳ, σκόπελον περιμαιμώωσα,   ψαρεύει αυτού, στο βράχο ολόγυρα γυρεύοντας δελφίνια,
                    δελφῖνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι   σκυλόψαρα, για κι αν τρανότερο θεριόψαρο τσακώσει,
                    κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη.   από τα μύρια που η βαριόμουγκρη θεά Αμφιτρίτη βόσκει.
                    τῇ δ᾿ οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται   Δε βρίσκεται άρμενο που οι ναύτες του να παινευτούν πως φύγαν
                    παρφυγέειν σὺν νηί: φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ   άβλαβοι εκείθε᾿ τι το κάθε της κεφάλι αρπάζει κι έναν

               100  φῶτ᾿ ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο.     από το πλοίο το γαλαζόπλωρο και το τραβάει μαζί του.
                    «‘τὸν δ᾿ ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει,   Ο άλλος ωστόσο θαλασσόβραχος τόσο αψηλός δεν είναι
                    Ὀδυσσεῦ.                               κι ουδέ μακριά απ᾿ τον πρώτο᾿ αν έριχνες, τον έφτανε η σαγίτα.
                    πλησίον ἀλλήλων: καί κεν διοϊστεύσειας.   Μια αγριοσυκιά κει πέρα βρίσκεται μεγάλη, φυλλωμένη,
                    τῷ δ᾿ ἐν ἐρινεὸς ἔστι μέγας, φύλλοισι τεθηλώς:   κι η Χάρυβδη η θεϊκιά στη ρίζα της αναρουφάει το κύμα.
                    τῷ δ᾿ ὑπὸ δῖα Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ.

               105  τρὶς μὲν γάρ τ᾿ ἀνίησιν ἐπ᾿ ἤματι, τρὶς δ᾿ ἀναροιβδεῖ   Τρεις το ξερνάει κάθε μερόνυχτο φορές και τρεις βρουχιώντας
                    δεινόν: μὴ σύ γε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειεν:   το αναρουφάει᾿ να μη σου τύχαινε να 'σαι, ως ρουφάει, κοντά της,
                    οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ᾿ ὑπὲκ κακοῦ οὐδ᾿ ἐνοσίχθων.   τι απ᾿ το χαμό δε θα σε γλίτωνε μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!
                    ἀλλὰ μάλα Σκύλλης σκοπέλῳ πεπλημένος ὦκα   Γι᾿ αυτό στης Σκύλλας κοντοζύγωσε το βράχο το καράβι
                    νῆα παρὲξ ἐλάαν, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν   και πέρνα γρήγορα᾿ καλύτερα πολύ από τ᾿ άρμενό σου

               110  ἓξ ἑτάρους ἐν νηὶ ποθήμεναι ἢ ἅμα πάντας.’    να λείψουν έξι μόνο σύντροφοι παρά να λείψουν όλοι.᾿
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
                    εἰ δ᾿ ἄγε δή μοι τοῦτο, θεά, νημερτὲς ἐνίσπες,   ,, Θεά, τη χάρη ετούτη κάνε μου και την αλήθεια πες μου᾿
                    εἴ πως τὴν ὀλοὴν μὲν ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν,   μπορώ, τη Χάρυβδη ξεφεύγοντας την άγρια, με τη Σκύλλα
                    τὴν δέ κ᾿ ἀμυναίμην, ὅτε μοι σίνοιτό γ᾿ ἑταίρους.   να πολεμήσω, σα θα χύνεται να φάει τους συντρόφους μου;"

               115  «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:   Είπα, κι ευτύς εκείνη, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
                    ‘σχέτλιε, καὶ δὴ αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε   ,, Απόκοτε! Καινούργια βάσανα γυρεύεις και πολέμους;
                    καὶ πόνος: οὐδὲ θεοῖσιν ὑπείξεαι ἀθανάτοισιν;   Γιατί δε σκύβεις στους αθάνατους θεούς την κεφαλή σου;
                    ἡ δέ τοι οὐ θνητή, ἀλλ᾿ ἀθάνατον κακόν ἐστι,   Θνητή δεν είναι εκείνη᾿ απέθαντο, κακό θεριά μονάχα,
                    δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν:   φριχτό και φοβερό κι ανήμερο κι αμάχητο᾿ μαζί της

               120  οὐδέ τις ἔστ᾿ ἀλκή: φυγέειν κάρτιστον ἀπ᾿ αὐτῆς.   ποιος να τα βάλει; Το καλύτερο, γοργά να ξαλαργέψεις᾿
                    ἢν γὰρ δηθύνῃσθα κορυσσόμενος παρὰ πέτρῃ,   τι αν χάσεις ώρα, ως αρματώνεσαι, στο βράχο πλάι, φοβούμαι
                    δείδω, μή σ᾿ ἐξαῦτις ἐφορμηθεῖσα κίχῃσι   μη βρει καιρό ξανά κι απάνω σας χιμίζοντας σου αρπάξει
                    τόσσῃσιν κεφαλῇσι, τόσους δ᾿ ἐκ φῶτας ἕληται.   με τα κεφάλια που της βρίσκουνται συντρόφους άλλους τόσους.
                    ἀλλὰ μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, βωστρεῖν δὲ Κράταιιν,   Μόνο κουπί τραβάτε γρήγορα, και στην Κραταιή, της Σκύλλας

               125  μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν:   τη μάνα κράζε, που τη γέννησε κατάρα στους ανθρώπους,
                    ἥ μιν ἔπειτ᾿ ἀποπαύσει ἐς ὕστερον ὁρμηθῆναι.   κι αυτή θα κόψει λέω τη φόρα της, να μην ξαναχιμίξει.
   143   144   145   146   147   148   149   150   151   152   153