Page 150 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 150

149




               170  ἀνστάντες δ᾿ ἕταροι νεὸς ἱστία μηρύσαντο   Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,
                    καὶ τὰ μὲν ἐν νηὶ γλαφυρῇ θέσαν, οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ἐρετμὰ   κι ως στο βαθύ το πλοίο τ᾿ απίθωσαν, στα τορνευτά
                    ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσιν.   κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.
                    αὐτὰρ ἐγὼ κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέι χαλκῷ   Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι
                    τυτθὰ διατμήξας χερσὶ στιβαρῇσι πίεζον:   μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια

               175  αἶψα δ᾿ ἰαίνετο κηρός, ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἲς   να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμη μου
                    Ἠελίου τ᾿ αὐγὴ Ὑπεριονίδαο ἄνακτος:    και του Ήλιου η πύρα τ᾿ ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.
                    ἑξείης δ᾿ ἑτάροισιν ἐπ᾿ οὔατα πᾶσιν ἄλειψα.   Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ᾿ αφτιά με τούτο, εκείνοι
                    οἱ δ᾿ ἐν νηί μ᾿ ἔδησαν ὁμοῦ χεῖράς τε πόδας τε   σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο
                    ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾿ αὐτοῦ πείρατ᾿ ἀνῆπτον:   πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου'

               180  αὐτοὶ δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.   μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
                    ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆμεν ὅσον τε γέγωνε βοήσας,   Μα ως το άρμενο το γοργοθάλασσο, στη φόρα που 'χε πάρει,
                    ῥίμφα διώκοντες, τὰς δ᾿ οὐ λάθεν ὠκύαλος νηῦς   πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν᾿ ακούγεται του άνθρωπου,
                    ἐγγύθεν ὀρνυμένη, λιγυρὴν δ᾿ ἔντυνον ἀοιδήν:   το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:
                    «‘δεῦρ᾿ ἄγ᾿ ἰών, πολύαιν᾿ Ὀδυσεῦ, μέγα κῦδος   ,, Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα!
                    Ἀχαιῶν,

               185  νῆα κατάστησον, ἵνα νωιτέρην ὄπ ἀκούσῃς.   Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν᾿ ακούσεις τη φωνή μας᾿
                    οὐ γάρ πώ τις τῇδε παρήλασε νηὶ μελαίνῃ,   κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,
                    πρίν γ᾿ ἡμέων μελίγηρυν ἀπὸ στομάτων ὄπ᾿ ἀκοῦσαι,  τη μελοστάλαχτη απ᾿ τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει'
                    ἀλλ᾿ ὅ γε τερψάμενος νεῖται καὶ πλείονα εἰδώς.   κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.
                    ἴδμεν γάρ τοι πάνθ᾿ ὅσ᾿ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ   Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη

               190  Ἀργεῖοι Τρῶές τε θεῶν ἰότητι μόγησαν,   στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα
                    ἴδμεν δ᾿, ὅσσα γένηται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ.’    κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω."
                    «ὣς φάσαν ἱεῖσαι ὄπα κάλλιμον: αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ   Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε
                    ἤθελ᾿ ἀκουέμεναι, λῦσαί τ᾿ ἐκέλευον ἑταίρους   μένα η καρδιά ν᾿ ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,
                    ὀφρύσι νευστάζων: οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον.   στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας᾿ μα αυτοί λαμνοκοπούσαν
               195  αὐτίκα δ᾿ ἀνστάντες Περιμήδης Εὐρύλοχός τε   σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης
                    πλείοσί μ᾿ ἐν δεσμοῖσι δέον μᾶλλόν τε πίεζον.   και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τάς γε παρήλασαν, οὐδ᾿ ἔτ᾿ ἔπειτα   Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων
                    φθογγῆς Σειρήνων ἠκούομεν οὐδέ τ᾿ ἀοιδῆς,   μηδέ η φωνή στ᾿ αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,
                    αἶψ᾿ ἀπὸ κηρὸν ἕλοντο ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι,   οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει
               200                                         κερί στ᾿ αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ᾿ τα δεσμά μου.
                    ὅν σφιν ἐπ᾿ ὠσὶν ἄλειψ᾿, ἐμέ τ᾿ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν.
                                                           Μα ως το νησί πια πίσω αφήκαμε, σε λίγην ώρα ομπρός μας
                    «ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, αὐτίκ᾿ ἔπειτα
                                                           θωρώ καπνό και κύμα τρίψηλο κι ακούω βροντή μεγάλη.
                    καπνὸν καὶ μέγα κῦμα ἴδον καὶ δοῦπον ἄκουσα.
                                                           Κι οι άλλοι τρόμαξαν κι απ᾿ τα χέρια τους ξέφυγαν τα κουπιά τους,
                    τῶν δ᾿ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατ᾿ ἐρετμά,
                                                           κι ως πέσαν στο νερό οι φτερούγες τους, σουσούριζαν, κι εκόπη
                    βόμβησαν δ᾿ ἄρα πάντα κατὰ ῥόον: ἔσχετο δ᾿ αὐτοῦ
                                                           του
               205                                         άρμενου ο δρόμος, τι δέν το 'σπρωχναν τα σπαθωτά κουπιά μας.
                    νηῦς, ἐπεὶ οὐκέτ᾿ ἐρετμὰ προήκεα χερσὶν ἔπειγον.
                    αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἰὼν ὤτρυνον ἑταίρους   Και τότε εγώ, το γύρο παίρνοντας του πλοίου, τους συντρόφους
                    μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον:   μου
                                                           με λόγια μαλακά τους γκάρδιωνα, μιλώντας σ᾿ έναν έναν:
                    « ‘ὦ φίλοι, οὐ γάρ πώ τι κακῶν ἀδαήμονές εἰμεν:   ,, Φίλοι μου, ακάτεχοι από βάσανα δεν είμαστε καθόλου'
                    οὐ μὲν δὴ τόδε μεῖζον ἕπει κακόν, ἢ ὅτε Κύκλωψ
                                                           ετούτο λέω κακό χειρότερο δε θα 'ναι απ᾿ ό,τι τότε

               210  εἴλει ἐνὶ σπῆι γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφιν:   που μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα βρεθήκαμε κλεισμένοι᾿
                    ἀλλὰ καὶ ἔνθεν ἐμῇ ἀρετῇ, βουλῇ τε νόῳ τε,   με την αξιά μου ωστόσο, βάζοντας μπροστά και νου και τέχνες,
   145   146   147   148   149   150   151   152   153   154   155