Page 151 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 151
150
ἐκφύγομεν, καί που τῶνδε μνήσεσθαι ὀίω. γλιτώσαμε. Θα τα θυμούμαστε μια μέρα λέω και τοϋτα!
νῦν δ᾿ ἄγεθ᾿, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες. Μα ελατέ τώρα, ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσουμε όλοι. θέλω:
ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν Οι ναύτες, στα ζυγά καθούμενοι, με τα κουπιά χτυπάτε
215 τα βαθιά κύματα της θάλασσας, αν δώσει ο Δίας την άγρια
τύπτετε κληίδεσσιν ἐφήμενοι, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
τούτη φοβέρα να ξεφύγουμε και λυτρωμό να βρούμε.
δώῃ τόνδε γ᾿ ὄλεθρον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι:
Και συ τον ορισμό μου αγρίκησε και βαλ᾿ τον, τιμονιέρη,
σοὶ δέ, κυβερνῆθ᾿, ὧδ᾿ ἐπιτέλλομαι: ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ
στο νου σου, μια και του πλεούμενου το διάκι κουμαντάρεις'
βάλλευ, ἐπεὶ νηὸς γλαφυρῆς οἰήια νωμᾷς.
τούτου μὲν καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε μακριά απ᾿ το κύμα εκείνο κράτα μας κι απ᾿ τον καπνό που
βλέπεις'
220 νῆα, σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο, μή σε λάθῃσι κατά μεριά του θαλασσόβραχου κυβέρνα, μήπως τύχει
κεῖσ᾿ ἐξορμήσασα καὶ ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα.’ και κατ᾿ αλλού γυρίσει τ᾿ άρμενο και στο χαμό μας ρίξεις."
«ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο. Είπα, κι ευτύς εκείνοι σύγκλιναν εγώ όμως για τη Σκύλλα,
Σκύλλην δ᾿ οὐκέτ᾿ ἐμυθεόμην, ἄπρηκτον ἀνίην, το αμάχητο κακό, δεν έβγαλα μια λέξη από το στόμα'
μή πώς μοι δείσαντες ἀπολλήξειαν ἑταῖροι τι ήτανε φόβος, οι σύντροφοί μου ν᾿ αφήσουν τα κουπιά τους
225 εἰρεσίης, ἐντὸς δὲ πυκάζοιεν σφέας αὐτούς. και να κρυφτούν απ᾿ την τρομάρα τους στου καραβιού τ᾿ αμπάρι.
καὶ τότε δὴ Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς Την ώρα εκείνη δε λογάριασα την άπονη της Κίρκης
λανθανόμην, ἐπεὶ οὔ τί μ᾿ ἀνώγει θωρήσσεσθαι: ορμήνια, που 'λεγε για πόλεμο να μη σιαχτώ καθόλου.
αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε Την ξακουστή μου αρμάτα φόρεσα γοργά, και δυο κοντάρια
μάκρ᾿ ἐν χερσὶν ἑλὼν εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον μακριά φουχτώνοντας ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα,
230 ἡ πρῴρης: ἔνθεν γάρ μιν ἐδέγμην πρῶτα φανεῖσθαι τι το θεριό του βράχου ελόγιαζα να ξεπροβάλει πρώτα
Σκύλλην πετραίην, ἥ μοι φέρε πῆμ᾿ ἑτάροισιν. εκείθε, η Σκύλλα, μαύρο που 'κλωθε χαμό στους συντρόφους μου.
οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην, ἔκαμον δέ μοι ὄσσε Μα πουθενά δεν την ξεχώριζα᾿ τα μάτια μου απόκαμαν
πάντῃ παπταίνοντι πρὸς ἠεροειδέα πέτρην. γύρω παντού τον αχνογάλαζο να ψαχουλεύουν βράχο.
«ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες: Με θρήνους το στενό τραβούσαμε να το διαβούμε ωστόσο᾿
235 ἔνθεν μὲν Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις εδώθε η Σκύλλα, εκείθε η Χάρυβδη, που το νερό ρουφούσε
δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ. βρουχιώντας το αρμυρό της θάλασσας, που να σε πιάνει τρόμος.
ἦ τοι ὅτ᾿ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ Κι όντας το ξερνά, άναταράζουνταν και χόχλαζε, ως λεβέτι
πᾶσ᾿ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη, ὑψόσε δ᾿ ἄχνη σε δυνατή φωτιά που το 'βαλαν, κι ανέβαινε η αλισάχνη
ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν: κι απάνω στις κορφές ξανάπεφτε ψηλά των δυο των βράχων.
240 ἀλλ᾿ ὅτ᾿ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ, Μα ως το αρμυρό νερό της θάλασσας αναρουφούσε πάλι,
πᾶσ᾿ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη στροβίλα ανοίγουνταν που εχόχλαζε, τρανή, κι ο βράχος άγρια
δεινὸν ἐβεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε βογγούσε ολόγυρα, και πρόβελνε κάτω βαθιά του πάτου
ψάμμῳ κυανέη: τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει. ο μαύρος άμμος — κι οι σύντροφοι, μου θωρούσαν κερωμένοι.
ἡμεῖς μὲν πρὸς τὴν ἴδομεν δείσαντες ὄλεθρον: Μα ως κείνη βλέπαμε και τρέμαμε πως Θα χαθούμε, ξάφνου
245 τόφρα δέ μοι Σκύλλη γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑταίρους πρόφτασε η Σκύλλα κι από τ᾿ άρμενο το βαθουλό συντρόφους
ἓξ ἕλεθ᾿, οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν. έξι μου αρπάζει, τους αξιότερους σε αντρεία και χέρια απ᾿ όλους.
σκεψάμενος δ᾿ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾿ ἑταίρους Και καθώς έστρεψα στους συντρόφους και στο άρμενο τα μάτια,
ἤδη τῶν ἐνόησα πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν είδα τα πόδια και τα χέρια τους να σειούνται πάνωθέ μου,
ὑψόσ᾿ ἀειρομένων: ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ψηλά ως τους έσερνε᾿ και φώναζαν αυτοί κι ανακαλιούνταν
250 ἐξονομακλήδην, τότε γ᾿ ὕστατον, ἀχνύμενοι κῆρ. στερνή φορά με το παράπονο στα χείλη τ᾿ όνομά μου.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεὺς περιμήκεϊ ῥάβδῳ Πως ο ψαράς απά σε ακρόβραχο με το μακρύ καλάμι
ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλων δόλωμα ρίχνει στα μικρόψαρα, στη θάλασσα πετώντας
ἐς πόντον προί̈ησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο, το αγκίστρι, περαστό σε κέρατο βοδιού καλοθρεμμένου,
ἀσπαίροντα δ᾿ ἔπειτα λαβὼν ἔρριψε θύραζε, κι όταν κανένα πιάσει, το πετάει σπαρταριστό στον άμμο