Page 152 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 152
151
255 ὣς οἵ γ᾿ ἀσπαίροντες ἀείροντο προτὶ πέτρας: παρόμοια τότε τους ανάσερνε σπαρταριστούς στα βράχια
αὐτοῦ δ᾿ εἰνὶ θύρῃσι κατήσθιε κεκληγῶτας και στη μπασιά μπροστά τους έτρωγε, κι εκείνοι να γλιτώσουν
χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι: του κάκου πάλευαν, και γόζουνταν τα χέρια απλώνοντας μου.
οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσι Πιο φοβερό κακό τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ μου
πάντων, ὅσσ᾿ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων. στα τόσα που 'συρα, τα διάβατα της θάλασσας ζητώντας.
260 «αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν Τους βράχους έτσι και τη Χάρυβδη την άγρια και τη Σκύλλα
Σκύλλην τ᾿, αὐτίκ᾿ ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον σαν πίσω αφήκαμε, το πάγκαλο θεϊκό νησί σε λίγο
ἱκόμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, πρόβαλε πέρα᾿ εκεί ήταν τα όμορφα, τα φαρδιοκουτελάτα
πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ᾿ Ὑπερίονος Ἠελίοιο. του Γήλιου βόδια τ᾿ ουρανόδρομου και τα παχιά τ᾿ αρνιά του.
δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηὶ μελαίνῃ Ακόμα απ᾿ τ᾿ ανοιχτά του πελάγου στο μελανό καράβι
265 μουκανητά βοδιών αγρίκησα μακριάθε μαντρισμένων
μυκηθμοῦ τ᾿ ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων κι αρνιών βελάσματα, και γύρισαν στα φρένα μου όσα
οἰῶν τε βληχήν: καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ μου 'πεν ο Τειρεσίας, ο μάντης που 'ζησε τυφλός στη Θήβα, κι
μάντηος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο, όσα
Κίρκης τ᾿ Αἰαίης, ἥ μοι μάλα πόλλ᾿ ἐπέτελλε η Κίρκη μου διπλοπαράγγελνε στην Αία, να ξαλαργέψω
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο.
απ᾿ το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο.
270 δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων ἀχνύμενος κῆρ: Και τότε στους συντρόφους μίλησα με πικραμένα σπλάχνα:
«‘κέκλυτέ μευ μύθων κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι, ,, Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, τα λόγια μου για ακούτε,
ὄφρ᾿ ὑμῖν εἴπω μαντήια Τειρεσίαο να φανερώσω τι προφήτεψαν ο Τειρεσίας ο μάντης
Κίρκης τ᾿ Αἰαίης, ἥ μοι μάλα πόλλ᾿ ἐπέτελλε κι η Κίρκη από την Αία, που γύρευε μακριά να κρατηθούμε
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο: απ᾿ το νησί του Γήλιου, που άδολη χαρά σκορπάει στον κόσμο'
275 ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκεν. τι εδώ μας περιμένουν, έλεγε, τα πιο μεγάλα πάθη.
ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν.’ Ελάτε το νησί με τ᾿ άρμενο λοιπόν να προσδιαβούμε!"
ὣ«ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ. Αυτά είπα, κι η καρδιά τους ράγισε, κι ευτύς αναμεσά τους
αὐτίκα δ᾿ Εὐρύλοχος στυγερῷ μ᾿ ἠμείβετο μύθῳ: ο Ευρύλοχος αγουρομίλησε γυρνώντας κατά μένα:
«‘σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ: περί τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα ,, Είσαι θεριό, Οδυσσέα! Την κούραση μηδέ η ψυχή σου νιώθει
280 μηδέ και το κορμί σου᾿ ολάκερος επλάστης σιδερένιος -
κάμνεις: ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, που τους συντρόφους σου, από κάματο κι αγρύπνια
ὅς ῥ᾿ ἑτάρους καμάτῳ ἁδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ τσακισμένους,
οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε δε μας αφήνεις να πατήσουμε στεριά και να χαρούμε
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον, γλυκό ψωμί στο θαλασσόζωστο νησί᾿ γυρεύεις μόνο
ἀλλ᾿ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας
διωγμένοι απ᾿ το νησί, στη γρήγορη μέσα νυχτιά, στο κύμα
285 νήσου ἀποπλαγχθέντας ἐν ἠεροειδέι πόντῳ. το σκοτεινό να παραδέρνουμε σαν άδικη κατάρα.
ἐκ νυκτῶν δ᾿ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, Φέρνουν κακούς οι νύχτες άνεμους, ζημιές για τα καράβια'
γίγνονται: πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον, πως θα γινόταν να ξεφύγουμε τον ξαφνικό χαμό μας,
ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα, τυχόν αν άγριο ανεμοτάραχο ξεσπούσε, σηκωμένο
ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα απ᾿ το νοτιά για απ᾿ τον ανήμερο πουνέντη, που και δίχως
290 νῆα διαρραίουσι θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων. των κυβερνών θεών το θέλημα τσακίζουν τα καράβια;
ἀλλ᾿ ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ Πλακώνει η νύχτα, ας γένει, η χάρη της᾿ ελάτε στο ακρογιάλι
δόρπον θ᾿ ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηὶ μένοντες, δίπλα στο γρήγορο καράβι μας το δείπνο να γνοιαστούμε᾿
ἠῶθεν δ᾿ ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέι πόντῳ.’ και την αυγή ξανά ανοιγόμαστε στα πελαγίσια πλάτη.
«ὣς ἔφατ᾿ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾿ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι. Αυτά είπε ο Ευρύλοχος, κι ως σύγκλιναν όλοι μαζί οι σύντροφοι,
295 καὶ τότε δὴ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων, το 'νιωσα, πάθη πως μας έκλωθε κάποιος θεός περίσσια,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων: και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
«Εὐρύλοχ᾿, ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα. ,, Ευρύλοχε, έτσι με ζορίζετε, κι έχω απομείνει μόνος.