Page 156 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 156
155
ἦλθε δ᾿ ἐπὶ Νότος ὦκα, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ, μα ασκώθη ευτύς ο νότος, βάσανα καινούργια φέρνοντας μου,
ὄφρ᾿ ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν. μπρος να περάσω από τη Χάρυβδη ξανά μαθές την άγρια.
παννύχιος φερόμην, ἅμα δ᾿ ἠελίῳ ἀνιόντι Ολονυχτίς το κύμα μ᾿ έσερνε, κι εκεί που ο γήλιος σκούσε,
430 στης Σκύλλας και στης άγριας Χάρυβδης ξανάφτασα τους
ἦλθον ἐπὶ Σκύλλης σκόπελον δεινήν τε Χάρυβδιν.
βράχους᾿
ἡ μὲν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ:
κι ως το αρμυρό νερό της θάλασσας αναρουφούσε τούτη,
αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ μακρὸν ἐρινεὸν ὑψόσ᾿ ἀερθείς,
την αψηλή προφταίνω αγριοσυκιά ν᾿ ανασκωθώ ν᾿ αρπάξω,
τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερίς. οὐδέ πῃ εἶχον
οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον οὔτ᾿ ἐπιβῆναι: κι ως νυχτερίδα εκείθε πιάστηκα᾿ κι ουδ᾿ είχα τα ποδάρια
που να πατήσω, για ανεβαίνοντας να βρω κλαρί να κάτσω'
435 ῥίζαι γὰρ ἑκὰς εἶχον, ἀπήωροι δ᾿ ἔσαν ὄζοι, τι οι ρίζες χαμηλά απλωνόντουσαν και τα κλωνάρια άνοιγαν
μακροί τε μεγάλοι τε, κατεσκίαον δὲ Χάρυβδιν. μακριά, χοντρά κι αψηλοκρέμαστα, τη Χάρυβδη να ισκιώνουν.
νωλεμέως δ᾿ ἐχόμην, ὄφρ᾿ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω Κείθε γερά κρατιόμουν άπαυτα, την ώρα λαχταρώντας
ἱστὸν καὶ τρόπιν αὖτις: ἐελδομένῳ δέ μοι ἦλθον πού θα ξερνούσε το κατάρτι μου και την καρίνα — κι ήρθαν
ὄψ': ἦμος δ᾿ ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη αργά πολύ! Ποιάν ώρα ασκώνεται για δείπνο ο κρισολόγος,
440 κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν, στην αγορά πολλούς που εδίκασε και μοίρασε το δίκιο —
τῆμος δὴ τά γε δοῦρα Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη. την ώρα αυτή τα ξύλα η Χάρυβδη στο φως να βγουν αφήκε.
ἧκα δ᾿ ἐγὼ καθύπερθε πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι, Κι εγώ ψηλάθε ξαμολήθηκα με χέρια και με πόδια
μέσσῳ δ᾿ ἐνδούπησα παρὲξ περιμήκεα δοῦρα, κι έπεσα μέσα, στα στενόμακρα μαδέρια πλάι, με βρόντο,
ἑζόμενος δ᾿ ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι. κι έκατσα πάνω τους, και κίνησα να λάμνω με τα χέρια.
445 Σκύλλην δ᾿ οὐκέτ᾿ ἔασε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Τη Σκύλλα ωστόσο των αθάνατων καί των θνητών ο κύρης
εἰσιδέειν: οὐ γάρ κεν ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον. δε μ᾿ αφήκε να ιδώ᾿ δε γλίτωνα μαθές του Χάρου τότε.
«ἔνθεν δ᾿ ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ Μέρες εννιά θαλασσοδέρνομουν, στις δέκα, μες στη νύχτα,
νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ στης Καλυψώς της ωριοπλέξουδης, της ανθρωπολαλούσας
ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα, θεάς, το ερημονήσι οι αθάνατοι, την Ωγυγία, με ρίξαν,
450 ἥ μ᾿ ἐφίλει τ᾿ ἐκόμει τε. τί τοι τάδε μυθολογεύω; που μου 'δειξε όλη την αγάπη της — μα τι μιλώ για τούτα;
ἤδη γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ Χτες βράδυ ακόμα σου τα ιστόρησα μες στο παλάτι — εσένα
σοί τε καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ: ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν και της αρχόντισσας γυναίκας σου᾿ δε μου 'ρχεται καθόλου
αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν.» αυτά που ειπώθηκαν ξεκάθαρα να τα ξαναιστορήσω.»