Page 159 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 159

158




               85   πορφύρεον μέγα θῦε πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.   της πολυφούρφουρης της θάλασσας τρανό, κρασάτο, πίσω᾿
                    ἡ δὲ μάλ᾿ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον: οὐδέ κεν ἴρηξ   κι έτρεχε σίγουρα, ανεκράτητα το πλοίο, μηδέ γεράκι,
                    κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.   το πιο γοργό από τα πετούμενα, δυνόταν να το φτάσει.
                    ὣς ἡ ῥίμφα θέουσα θαλάσσης κύματ᾿ ἔταμνεν,   Έτσι έσκιζε γοργά τα κύματα δρομώντας το καράβι,
                    ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε᾿ ἔχοντα:   και κουβαλούσε εκείνον που 'μοιαζε με των θεών ο νους του,

               90   ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾿ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμὸν   και που είχε χίλια μύρια βάσανα στα περασμένα σύρει
                    ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,   μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα,
                    δὴ τότε γ᾿ ἀτρέμας εὗδε, λελασμένος ὅσσ᾿   και τώρα γαληνά κοιμότανε, τα πάθη του ξεχνώντας.
                    ἐπεπόνθει.                             Κι ως το άστρο πρόβαλε τ᾿ ολόλαμπρο, που απ᾿ όλα τ᾿ άλλα
                    εὖτ᾿ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, ὅς τε μάλιστα   πρώτο βγαίνει, το φως της πουρνογέννητης Αυγής για να μηνύσει,
                    ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς ἠριγενείης,

               95   τῆμος δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόρος νηῦς.   το πελαγόδρομο καράβι τους πια στο νησί είχε φτάσει.
                    Φόρκυνος δέ τίς ἐστι λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,   Του Φόρκυνα εκεί πέρα βρίσκεται του θαλασσογερόντου
                    ἐν δήμῳ Ἰθάκης: δύο δὲ προβλῆτες ἐν αὐτῷ   ο κόρφος᾿ κάβοι δυο δεξόζερβα προβάλλουν στο άνοιγμα του,
                    ἀκταὶ ἀπορρῶγες, λιμένος ποτιπεπτηυῖαι,   ψηλοί κι απόγκρεμοι, μα μέσαθε κατηφορούν ως κάτω,
                    αἵ τ᾿ ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα   και τα τρανά αποδιώχνουν κύματα των φοβερών ανέμων

               100  ἔκτοθεν: ἔντοσθεν δέ τ᾿ ἄνευ δεσμοῖο μένουσι   απόξω᾿ μέσα όσα το δρόμο τους απόσωσαν κι άραξαν
                    νῆες ἐύ̈σσελμοι, ὅτ᾿ ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται.   από τα πλοία τα καλοκούβερτα κανένας δεν τα δένει.
                    αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη,   Είναι και κάποια ελιά στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
                    ἀγχόθι δ᾿ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,   και δίπλα της γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
                    ἱρὸν νυμφάων αἱ νηϊάδες καλέονται.    ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες. Μέσα

               105  ἐν δὲ κρητῆρές τε καὶ ἀμφιφορῆες ἔασιν   θωρείς κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες — από πέτρα,
                    λάϊνοι: ἔνθα δ᾿ ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι.   και μέλισσες που μπαινοβγαίνουνε και τα κρινιά τους χτίζουν
                    ἐν δ᾿ ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες, ἔνθα τε νύμφαι   κι είναι αργαλειοί πετρένιοι τρίψηλοι, και υφαίνουν τα σκουτιά τους
                    φάρε᾿ ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι:   εκεί οι ξωθιές τ᾿ αλικοπόρφυρα, θαμπώνεις που τα βλέπεις'
                    ἐν δ᾿ ὕδατ᾿ ἀενάοντα. δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν,   και βρυσομάνες έχει αστέρευτες. Από τις δυο μπασιές του
               110  αἱ μὲν πρὸς Βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν,   τη βορεινή μονάχα δονούνται να κατέβουν άνθρωποι᾿
                    αἱ δ᾿ αὖ πρὸς Νότου εἰσὶ θεώτεραι: οὐδέ τι κείνῃ   η άλλη είναι των θεών και στρέφεται κατά νοτιά᾿ κανένας
                    ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾿ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν.   δεν την περνά θνητός᾿ οι αθάνατοι μονάχα τη διαβαίνουν.
                    ἔνθ᾿ οἵ γ᾿ εἰσέλασαν, πρὶν εἰδότες: ἡ μὲν ἔπειτα   Κει μέσα τράβηξαν, τι τα 'ξεραν τα μέρη αυτά από πρώτα.
                    ἠπείρῳ ἐπέκελσεν, ὅσον τ᾿ ἐπὶ ἥμισυ πάσης,   Δρομώντας το καράβι εκάθισε, μισό απ᾿ το μάκρος του όλο,
               115  σπερχομένη: τοῖον γὰρ ἐπείγετο χέρσ᾿ ἐρετάων:   στον άμμο, τα κουπιά όπως δούλευαν με φόρα οι λαμνοκόποι.
                    οἱ δ᾿ ἐκ νηὸς βάντες ἐϋζύγου ἤπειρόνδε   Και βγήκαν απ᾿ το καλοζύγιαστο πλεούμενο τους όξω
                    πρῶτον Ὀδυσσῆα γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἄειραν   κι απ᾿ το βαθύ καράβι ανάσκωσαν τον Οδυσσέα πιο πρώτα
                    αὐτῷ σύν τε λίνῳ καὶ ῥήγεϊ σιγαλόεντι,   με το σεντόνι που τον τύλιγε και το αστροβόλο πεύκι,
                    κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ ψαμάθῳ ἔθεσαν δεδμημένον ὕπνῳ,   κι απά στον άμμο τον απίθωσαν, στον ύπνο βουλιαγμένο.

               120  ἐκ δὲ κτήματ᾿ ἄειραν, ἅ οἱ Φαίηκες ἀγαυοὶ   Μετά τα δώρα βγάζαν, οι έμνοστοι που του 'χαν Φαίακες δώσει,
                    ὤπασαν οἴκαδ᾿ ἰόντι διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην.   ως γύρναε σπίτι του, απ᾿ την άτρομη την Αθηνά σπρωγμένοι,
                    καὶ τὰ μὲν οὖν παρὰ πυθμέν᾿ ἐλαίης ἀθρόα θῆκαν   και στης ελιάς κοντά τ᾿ απίθωσαν όλα μαζί τη ρίζα,
                    ἐκτὸς ὁδοῦ, μή πώς τις ὁδιτάων ἀνθρώπων,   παράμερα, μην τύχει κι άπλωνε περνώντας από κείθε
                    πρίν γ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἔγρεσθαι, ἐπελθὼν δηλήσαιτο:   κανείς διαβάτης χέρι απάνω τους, πριν ο Οδυσσέας ξυπνήσει.

               125  αὐτοὶ δ᾿ αὖτ᾿ οἶκόνδε πάλιν κίον. οὐδ᾿ ἐνοσίχθων   Ευτύς οι Φαίακες φύγαν παίρνοντας του γυρισμού τη στράτα᾿
                    λήθετ᾿ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ   μα ο Κοσμοσείστης δε λησμόνησε το τι είχε φοβερίσει
                    πρῶτον ἐπηπείλησε, Διὸς δ᾿ ἐξείρετο βουλήν:   του ισόθεου του Οδυσσέα πως θα 'κανε, και λέει στο Δία
                    «Ζεῦ πάτερ, οὐκέτ᾿ ἐγώ γε μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι   ρωτώντας:
   154   155   156   157   158   159   160   161   162   163   164