Page 162 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 162
161
215 ἀλλ᾿ ἄγε δὴ τὰ χρήματ᾿ ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι, Μον᾿ έλα, να μετρήσω θα 'θελα το βιος μου, για να ξέρω,
μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες.» πριν φύγουν, μη μου πήραν τίποτα στο βαθουλό καράβι.»
«ὣς εἰπὼν τρίποδας περικαλλέας ἠδὲ λέβητας Είπε και πήρε τα πανέμορφα τριπόδια και λεβέτια,
ἠρίθμει καὶ χρυσὸν ὑφαντά τε εἵματα καλά. το μάλαμα και τα καλόφαντα σκουτιά να λογαριάζει.
τῶν μὲν ἄρ᾿ ὀύ τι πόθει: ὁ δ᾿ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν Δεν του 'χε λείψει απ᾿ όλα τίποτα, μα αυτός το θρήνο εκίνα
220 ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης, στης πολυφούρφουρης της θάλασσας σερνάμενος τον άμμο,
πόλλ᾿ ὀλοφυρόμενος. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, τα πατρικά ποθώντας χώματα. Κι ήρθε η Αθηνά κοντά του,
ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων, κι έμοιαζε νιούτσικο στο ανάριμμα βοσκόπουλο, που η σάρκα
παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι, του ανθίζει ακόμα πεντατρύφερη, βασιλοπαίδι ως να 'ταν.
δίπτυχον ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἔχουσ᾿ εὐεργέα λώπην: Φορούσε διπλωτή στους ώμους της καλοϋφασμένη κάπα,
225 ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾿ ἔχε, χερσὶ δ᾿ ἄκοντα. στ᾿ αστραφτερά της πόδια σάνταλα, και φούχτωνε κοντάρι.
τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ ἐναντίος ἦλθε, Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αντίκρα της εστάθη,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: την έκραξε και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
«ὦ φίλ᾿, ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ, «Μια και σε αντάμωσα, καλόπαιδο, στα μέρη ετούτα πρώτο,
χαῖρέ τε καὶ μή μοί τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις, γεια και χαρά σου! Καλοπρόθετος και συ για δες με τώρα,
230 ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα, σάω δ᾿ ἐμέ: σοὶ γὰρ ἐγώ γε και τούτα γλίτωσε, και γλίτωσε και μένα᾿ σου προσπέφτω
εὔχομαι ὥς τε θεῷ καί σευ φίλα γούναθ᾿ ἱκάνω. θεός ως να 'σουν. Είμαι ικέτης σου, τα γόνατα σου πιάνω.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ: Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, να ξέρω, σε ποια χώρα,
τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν; σε ποιους ανθρώπους τώρα βρέθηκα; ποιοι ζουν σ᾿ αυτά τα μέρη;
ἦ πού τις νήσων εὐδείελος, ἦέ τις ἀκτὴ Νησί είναι τάχα τούτο ξέφαντο; για κάποια γλώσσα μόνο
235 κεῖθ᾿ ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;» από στεριά τρανή παχιόβωλη, που απλώνει ως τ᾿ ακρογιάλι;»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾿, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας, «Ποια η χώρα τούτη; Τέτοιο ρώτημα μικρό παιδί σε δείχνει,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην για από μακριά πως φτάνεις, ξένε μου᾿ δεν είναι δα και τόσο
οὕτω νώνυμός ἐστιν: ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί, με δίχως όνομα᾿ την ξέρουνε μαθές χιλιάδες κόσμος,
240 ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, κι όσοι μεριά του ήλιου κι ανάτελα βρίσκονται κι όσοι ζούνε
ἠδ᾿ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα. πίσω μεριά, κατά το σύθολο στα δυτικά σκοτάδι.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν, Τραχιά είναι αλήθεια η γη της, άλογα δεν τρέχουν εδώ πέρα,
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ᾿ εὐρεῖα τέτυκται. μα κι αν δεν είναι τόσο απλόχωρη, τη φτώχια δεν την ξέρει'
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος βγάζει μαθές το στάρι αμέτρητο και το κρασί περίσσιο,
245 γίγνεται: αἰεὶ δ᾿ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ᾿ ἐέρση: τι και οι βροχές και η δρόσο αδιάκοπα το χώμα της νοτίζουν.
αἰγίβοτος δ᾿ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος: ἔστι μὲν ὕλη Γίδια και βόδια έχουν βοσκότοπους καλούς, και δέντρα μύρια
παντοίη, ἐν δ᾿ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι. προκόβουν, και πηγές αστέρευτες ποτίζουν τα κοπάδια.
τῷ τοι, ξεῖν᾿, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾿ ἵκει, Γι᾿ αυτό κι η Ιθάκη, ξένε, ακούστηκεν ως και στης Τροίας τα μέρη,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιί̈δος ἔμμεναι αἴης.» που από τη χώρα αλάργα βρίσκεται των Αχαιών, ως λένε.»
250 ἡ«ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος ξανάσανε Οδυσσέας
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωί̈ῃ, ὥς οἱ ἔειπε όλο χαρά, απ᾿ του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα,
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς, αἰγιόχοιο: την Αθηνά, ν᾿ ακούει πως έφτασε στη γη την πατρική του'
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της,
οὐδ᾿ ὅ γ᾿ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾿ ὅ γε λάζετο μῦθον, μα την αλήθεια δε μολόγησε, μον᾿ πήρε πίσω ό,τι είχε
255 αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν: να πει, τι πάντα ο νους του δούλευε με πονηριά στα στήθη:
«πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ, «Για την Ιθάκη στην απλόχωρη κι εγώ έχω ακούσει Κρήτη,
τηλοῦ ὑπὲρ πόντου: νῦν δ᾿ εἰλήλουθα καὶ αὐτὸς πέρα απ᾿ τη θάλασσα᾿ να που 'φτασα στα μέρη αυτά κι ατός μου
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι: λιπὼν δ᾿ ἔτι παισὶ τοσαῦτα με τούτο εδώ το βιος, αφήνοντας τ᾿ άλλα μισά στους γιους μου.
φεύγω, ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος, Έχω μισέψει, γιατί σκότωσα το γιο του Ιδομενέα,