Page 161 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 161
160
τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν: Και τότε ο Αλκίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾿ ἱκάνει «Αλί μου, τα παλιά μαντόλογα με βρίσκουν όλα τώρα,
πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾿ ἀγάσασθαι που ο κύρης μου έλεγε, πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων. ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερούς τους προβοδάμε᾿
175 φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν περικαλλέα, νῆα, κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα 'ρχόταν
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ από προβάδισμα, θα το 'σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
ῥαισέμεναι, μέγα δ᾿ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν. και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.
ὣς ἀγόρευ᾿ ὁ γέρων: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται. Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας᾿ τώρα τελεύουν όλα.
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες: Ωστόσο ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσουμε όλοι θέλω'
180 πομπῆς μὲν παύσασθε βροτῶν, ὅτε κέν τις ἵκηται να πάψουν πια τα προβαδίσματα του καθενός που φτάνει
ἡμέτερον προτὶ ἄστυ: Ποσειδάωνι δὲ ταύρους στην πόλη μας εδώ᾿ και δώδεκα στον Ποσειδώνα ταύρους
δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν, αἴ κ᾿ ἐλεήσῃ, ξεδιαλεγμένους τώρα ας σφάξουμε, μπορεί σπλαχνιά να νιώσει
μηδ᾿ ἡμῖν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ.» και τρίψηλο βουνό στην πόλη μας να μην υψώσει γύρα.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἔδεισαν, ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους. Αυτά είπε, κι όλοι τους φοβήθηκαν και σύνταζαν τους ταύρους.
185 ὣς οἱ μέν ῥ᾿ εὔχοντο Ποσειδάωνι ἄνακτι Εκείνοι επήραν τότε κι εύχουνταν στο ρήγα Ποσειδώνα
δήμου Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, των Φαιάκων όλοι οι πρωτοκύβερνοι κι αρχόντοι, στο βωμό του
ἑσταότες περὶ βωμόν. ὁ δ᾿ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεὺς τρογύρα ορθοί. Κι από τον ύπνο του στο πατρικό του χώμα
εὕδων ἐν γαίῃ πατρωί̈ῃ, οὐδέ μιν ἔγνω, ο ισόθεος Οδυσσέας πετάχτηκε, μα δεν το γνώρισε, όχι'
ἤδη δὴν ἀπεών: περὶ γὰρ θεὸς ἠέρα χεῦε τι έλειπε χρόνια, κι είχε ολόγυρα του γιου του Κρόνου η κόρη
190 Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὄφρα μιν αὐτὸν πυκνήν αντάρα χύσει᾿ λόγιαζε την όψη του να κάνει
ἄγνωστον τεύξειεν ἕκαστά τε μυθήσαιτο, πιο πριν ανέγνωρη, τη γνώμη της καταλεπτώς ν᾿ ακούσει,
μή μιν πρὶν ἄλοχος γνοίη ἀστοί τε φίλοι τε, να μη φανερωθεί στο ταίρι του, στους φίλους και στους άλλους,
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι. πριχού οι μνηστήρες να 'χουν όλες τους τις ανομίες πλερώσει.
τοὔνεκ᾿ ἄρ᾿ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι, Γι᾿ αυτό τα πάντα τώρα αλλόξενα του βασιλιά φάνταζαν,
195 ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι οι βράχοι οι απόγκρεμοι, τ᾿ ατέλειωτα που άνοιγαν μονοπάτια,
πέτραι τ᾿ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθόωντα. τα δέντρα ολόγυρα που φούντωναν και τα φαρδιά λιμάνια.
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἀναί̈ξας καί ῥ᾿ εἴσιδε πατρίδα γαῖαν: Κι ευτύς πετάχτη ορθός, κι ως κοίταξε τη γη την πατρική του,
ᾤμωξέν τ᾿ ἄρ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ σέρνει φωνή μεγάλη σκούζοντας, και τα μεριά χτυπώντας
χερσὶ καταπρηνέσσ᾿, ὀλοφυρόμενος δ᾿ ἔπος ηὔδα: με τ᾿ ανοιχτά του χεροπάλαμα μεμιάς κινάει το θρήνο:
200 «ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω; «Αλί σε μένα, σε ποιών έφτασα θνητών ξανά τη χώρα;
ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, Άνομοι τάχα να 'ναι, ανέσπλαχνοι, που δεν ψηφούν το δίκιο,
ἦε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής; για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;
πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε; πῇ τε καὶ αὐτὸς Και που να πάω το βιος μου το άμετρο; κι ατός μου που να σύρω;
πλάζομαι; αἴθ᾿ ὄφελον μεῖναι παρὰ Φαιήκεσσιν Χίλιες φορές εκεί ν᾿ απόμεναν, στη χώρα των Φαιάκων,
205 αὐτοῦ: ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων κι εγώ σε κάποιον άλλο αδείλιαστο να πήγαινα ρηγάρχη,
ἐξικόμην, ὅς κέν μ᾿ ἐφίλει καὶ ἔπεμπε νέεσθαι. να βρω κοντά του φιλοκόνεμα και συνοδεία, να φύγω.
νῦν δ᾿ οὔτ᾿ ἄρ πῃ θέσθαι ἐπίσταμαι, οὐδὲ μὲν αὐτοῦ Τώρα γι᾿ αυτά κρυψώνα αν θα 'βρισκα, δεν ξέρω, μα εδώ πέρα
καλλείψω, μή πώς μοι ἕλωρ ἄλλοισι γένηται. δε θα τ᾿ αφήσω εγώ να κοίτουνται, μη μου τ᾿ αρπάξουν άλλοι.
ὢ πόποι, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ωχού, καλά δεν τα λογάριασαν το κάθε τι και μήτε
210 ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, σωστά φέρθηκαν οι πρωτόγεροι κι αρχόντοι των Φαιάκων,
οἵ μ᾿ εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον, ἦ τέ μ᾿ ἔφαντο που σε άλλον τόπο με κουβάλησαν. Μου λέγαν στην Ιθάκη
ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, οὐδ᾿ ἐτέλεσσαν. τάχα θα μ᾿ έφερναν την ξέφαντη, μα δεν το κάμαν, όχι.
Ζεὺς σφέας τίσαιτο ἱκετήσιος, ὅς τε καὶ ἄλλους Ο Δίας ο ικέσιος, που το μάτι του και σε άλλες χώρες πέφτει
ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ. και τιμωράει βαριά τον άνομο, το γδικιωμό μου ας πάρει!