Page 158 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 158
157
πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τά μοι θεοὶ Οὐρανίωνες και συνοδεία και δώρα ατίμητα, που οι κύβερνοι στα ουράνια
ὄλβια ποιήσειαν: ἀμύμονα δ᾿ οἴκοι ἄκοιτιν θεοί να τα βλογούν και φτάνοντας στο αρχοντικό μου ας είναι
νοστήσας εὕροιμι σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν. να βρω το ταίρι μου, κι ανέβλοφους και τους δικούς τους άλλους.
ὑμεῖς δ᾿ αὖθι μένοντες ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας Και πάλι εσείς, εδώ που μνίσκετε, τα τέκνα και τα ταίρια
45 κουριδίας καὶ τέκνα: θεοὶ δ᾿ ἀρετὴν ὀπάσειαν τα βλογητά σας να σας χαίρουνται, κι απ᾿ τους θεούς να δείτε
παντοίην, καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη.» κάθε καλό, μηδέ στον τόπο σας κακό ποτέ να πέσει.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον Είπε, κι αυτοί μαζί του εσύγκλιναν κι αναμεσά τους λέγαν,
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπεν. τον ξένο, έτσι σωστά που μίλησε, ν᾿ αφήσουν πια να φύγει.
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο: Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
50 «Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον «Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, κι απ᾿ το κροντήρι σε όλους
πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ὄφρ᾿ εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ μοίραζε γύρα, ευκή να υψώσουμε στο Δία πατέρα πρώτα,
τὸν ξεῖνον πέμπωμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.» μετά τον ξένο ας προβοδώσουμε στη γη την πατρική του.»
ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα, Είπε, κι αυτός κρασί μελόγλυκο συγκέρασε, και πήρε
νώμησεν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν: οἱ δὲ θεοῖσιν και σε όλους μοίραζε ζυγώνοντας᾿ κι εκείνοι στους μακάριους
55 ἔσπεισαν μακάρεσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, θεούς σπονδές εκάμαν, τ᾿ άσωστα που κυβερνούν ουράνια,
αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων. ἀνὰ δ᾿ ἵστατο δῖος Ὀδυσσεύς, από τη θέση εκεί που κάθουνταν. Πετάχτη κι ο Οδυσσέας
Ἀρήτῃ δ᾿ ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον, κι έβαλε κούπα διπλογούβωτη στο χέρι της Αρήτης
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
«χαῖρέ μοι, ὦ βασίλεια, διαμπερές, εἰς ὅ κε γῆρας «Μόνο χαρές να σε 'βρουν, ρήγισσα, τα γερατιά ως να φτάσουν
60 ἔλθῃ καὶ θάνατος, τά τ᾿ ἐπ᾿ ἀνθρώποισι πέλονται. κι ο θάνατος, τι αυτά δε δύνεται θνητός να τα ξεφύγει.
αὐτὰρ ἐγὼ νέομαι: σὺ δὲ τέρπεο τῷδ᾿ ἐνὶ οἴκῳ Σου αφήνω γεια! Και συ να χαίρεσαι σε τούτο το παλάτι
παισί τε καὶ λαοῖσι καὶ Ἀλκινόῳ βασιλῆϊ.» το ρήγα Αλκίνοο και τα τέκνα σου και το λαό σου ακέριο.»
ὣς εἰπὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δῖος Ὀδυσσεύς, Είπε ο Οδυσσέας ο θειος και κίνησε περνώντας το κατώφλι'
τῷ δ᾿ ἅμα κήρυκα προί̈ει μένος Ἀλκινόοιο, κι ο Αλκίνοος ο τρανός ξαπόστειλε μαζί τον κράχτη, να 'μπει
65 ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης: μπροστά στο δρόμο για το ακρόγιαλο και το γοργό καράβι.
Ἀρήτη δ᾿ ἄρα οἱ δμῳὰς ἅμ᾿ ἔπεμπε γυναῖκας, Κι η Αρήτη πρόσταξε απ᾿ τις σκλάβες της να πάνε τρεις᾿
τὴν μὲν φᾶρος ἔχουσαν ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα, στο χέρι καλοπλυμένο η μια πανώρουχο κρατούσε και χιτώνα'
τὴν δ᾿ ἑτέρην χηλὸν πυκινὴν ἅμ᾿ ὄπασσε κομίζειν: κι είπε στη δεύτερη, τη στεριά του να φορτωθεί κασέλα,
ἡ δ᾿ ἄλλη σῖτόν τ᾿ ἔφερεν καὶ οἶνον ἐρυθρόν. κι η άλλη στερνά ψωμί και κόκκινο κρασί του κουβαλούσε.
70 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και το καράβι εβρήκαν,
αἶψα τά γ᾿ ἐν νηὶ̈ γλαφυρῇ πομπῆες ἀγαυοὶ τα πήραν οι αντρειωμένοι πρόβοδοι κρασί, θροφές — τα πάντα,
δεξάμενοι κατέθεντο, πόσιν καὶ βρῶσιν ἅπασαν: και τ᾿ ακούμπησαν μέσα στ᾿ άρμενο το βαθουλό με βιάση.
κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆϊ στόρεσαν ῥῆγός τε λίνον τε Στης πρύμνας την κουβέρτα του άρμενου του βαθουλού ένα πεύκι
νηὸς ἐπ᾿ ἰκριόφιν γλαφυρῆς, ἵνα νήγρετον εὕδοι, κι ένα σεντόνι πήραν κι έστρωσαν, να κοιμηθεί ο Οδυσσέας
75 πρυμνῆς: ἂν δὲ καὶ αὐτὸς ἐβήσετο καὶ κατέλεκτο αξύπνητα᾿ κι ατός του ανέβηκε κι απόγειρε στο στρώμα
σιγῇ: τοὶ δὲ καθῖζον ἐπὶ κληῖ̈σιν ἕκαστοι δίχως μιλιά. Κι οι Φαίακες κάθισαν, καθένας στο κουπί του,
κόσμῳ, πεῖσμα δ᾿ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοις. με τάξη, κι απ᾿ το τρύπιο λύσανε λιθάρι την πρυμάτσα'
εὖθ᾿ οἱ ἀνακλινθέντες ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ, κι ως πήραν, το κορμί αναγέρνοντας, με τα κουπιά το κύμα
καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε, να σκίζουν, ύπνος χύθη ολόγλυκος στα μάτια του Οδυσσέα,
80 νήγρετος, ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. βαθύς, αξύπνητος, ο θάνατος θαρρείς τον είχε πάρει.
ἡ δ᾿, ὥς τ᾿ ἐν πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι, Κι αυτοί — πως τρέχουν άτια τέσσερα, ζεμένα στο ίδιο αμάξι,
πάντες ἅμ᾿ ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης, όλα μαζί με πόδια γρήγορα, στου μαστίγιου τους χτύπους,
ὑψόσ᾿ ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον, κι αψηλορθώνουνται στη βιάση τους το δρόμο να τελέψουν —
ὣς ἄρα τῆς πρύμνη μὲν ἀείρετο, κῦμα δ᾿ ὄπισθε όμοια κι εκείνου η πρύμνα ορθώνουνταν, και φούσκωνε το κύμα