Page 153 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 153

152




                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον:   Όμως ελάτε τώρα κι όλοι σας τρανόν αμώστε μου όρκο,
                    εἴ κέ τιν᾿ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶυ μέγ᾿ οἰῶν   πως αν κοπάδι δούμε πρόβατα μεγάλο για γελάδια,

               300  εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν   για το κακό μας τόσο αστόχαστος δε θα βρεθεί κανένας
                    ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ: ἀλλὰ ἕκηλοι   να σφάξει βόδι για και πρόβατο᾿ δίχως φωνές και γρίνιες
                    ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη.’   απ᾿ τις θροφές που η Κίρκη η αθάνατη μας έδωσε να τρώτε.
                    «ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀπώμνυον, ὡς ἐκέλευον.   Είπα, κι αυτοί, καθώς τους γύρευα, μεμιάς τον όρκο έδωκαν
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,   και πια σαν άμωσαν και τέλεψαν τους όρκους, το καράβι

               305  στήσαμεν ἐν λιμένι γλαφυρῷ ἐυεργέα νῆα   το καλοσκαρωμένο αράξαμε σε βαθουλό λιμάνι,
                    ἄγχ᾿ ὕδατος γλυκεροῖο, καὶ ἐξαπέβησαν ἑταῖροι   πλάι σε γλυκό νερό᾿ κι απ᾿ τ᾿ άρμενο σα βγήκαν οι συντρόφοι,
                    νηός, ἔπειτα δὲ δόρπον ἐπισταμένως τετύκοντο.   επήραν έπειτα και σύνταζαν μ᾿ έγνοια πολλή το δείπνο.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    μνησάμενοι δὴ ἔπειτα φίλους ἔκλαιον ἑταίρους,   πήραν να κλαιν αναθυμάμενοι τους γκαρδιακούς συντρόφους,

               310  οὓς ἔφαγε Σκύλλη γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλοῦσα:   που απ᾿ το βαθύ καράβι αρπώντας τους είχε σπαράξει η Σκύλλα᾿
                    κλαιόντεσσι δὲ τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος.   κι ουδέ σταμάτησαν το θρήνο τους, γλυκός ως που 'ρθε ο γύπνος.
                    ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾿ ἄστρα βεβήκει,   Μα όντας η νύχτα πια ασπρογάλιαζε κι ελιχανε γείρει τ᾿ άστρα,
                    ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον νεφεληγερέτα Ζεὺς   αάνεμοζάλη ο Δίας ξεσήκωσεν ο νεφελοστοιβάχτης
                    λαίλαπι θεσπεσίῃ, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε   ξάφνου μεγάλη κι άγριο δρόλαπα, και σκέπασε με νέφη

               315  γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον: ὀρώρει δ᾿ οὐρανόθεν νύξ.   στεριά μαζί και πέλαο, κι άπλωσε θολή απ᾿ τα ουράνια νύχτα.
                    ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    νῆα μὲν ὡρμίσαμεν κοῖλον σπέος εἰσερύσαντες.   τραβώντας το άρμενο το κρύψαμε σε βαθύ σπήλιο μέσα,
                    ἔνθα δ᾿ ἔσαν νυμφέων καλοὶ χοροὶ ἠδὲ θόωκοι:   όπου οι ξωθιές το χοροστάσι τους και τα θρονιά τους είχαν.
                    καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἀγορὴν θέμενος μετὰ μῦθον ἔειπον:   Μετά σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσά τους είπα:

               320  «ὦ φίλοι, ἐν γὰρ νηὶ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε   ,, Φαγί, πιοτό, σύντροφοι, τα 'χουμε στο γρήγορο άρμενό μας᾿
                    ἔστιν, τῶν δὲ βοῶν ἀπεχώμεθα, μή τι πάθωμεν:   στά βόδια χέρι ας μην απλώσουμε, να μη συφοριαστούμε'
                    δεινοῦ γὰρ θεοῦ αἵδε βόες καὶ ἴφια μῆλα,   τι είναι άγριος ο θεός, τα πρόβατα και τα γελάδια που 'χει,
                    Ἠελίου, ὃς πάντ᾿ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾿ ἐπακούει.’   ο Γήλιος, και τα πάντα πάνωθε θωρεί κι ακούει τα πάντα.
                    «ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.   Έτσι τους μίλησα, κι η πέρφανη καρδιά τους τ᾿ αποδέχτη.

               325  μῆνα δὲ πάντ᾿ ἄλληκτος ἄη Νότος, οὐδέ τις ἄλλος   Ένα φεγγάρι ακέριο ασίγαστα νοτιάς φυσούσε, κι ούτε
                    γίγνετ᾿ ἔπειτ᾿ ἀνέμων εἰ μὴ Εὖρός τε Νότος τε.    αγέρας άλλος, μον᾿ μας έδερναν νοτιάς - σιρόκος μόνο.
                    «οἱ δ᾿ ἧος μὲν σῖτον ἔχον καὶ οἶνον ἐρυθρόν,   Όσον καιρό ψωμί και κόκκινο κρασί στο πλοίο βρισκόταν,
                    τόφρα βοῶν ἀπέχοντο λιλαιόμενοι βιότοιο.   τα βόδια οι σύντροφοι δεν πείραζαν, μη χάσουν τη ζωή τους'
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ νηὸς ἐξέφθιτο ἤια πάντα,   μα σύντας οι θροφές απόλειψαν απ᾿ τ᾿ άρμενό μας όλες,

               330  καὶ δὴ ἄγρην ἐφέπεσκον ἀλητεύοντες ἀνάγκῃ,   πήραν ολούθε και τριγύριζαν αναγκεμένοι, να 'βρουν
                    ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο,   ψάρια, πετούμενα — ό,τι λάχαινε στα χέρια τους να πέσει —
                    γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός:   με αγκίστρια γαντζωτά, τι εθέριζε τα σπλάχνα τους η πείνα.
                    δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχον, ὄφρα θεοῖσιν   Και τότε του νησιού τ᾿ ανάπλαγα πήρα κι εγώ, κανένας
                    εὐξαίμην, εἴ τίς μοι ὁδὸν φήνειε νέεσθαι.   θεός αν μ᾿ άκουε και μου ορμήνευε του γυρισμού τη στράτα.

               335                                         Κι ως στου νησιού τα βάθη βρέθηκα μακριά από τους
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ διὰ νήσου ἰὼν ἤλυξα ἑταίρους,   συντρόφους,
                    χεῖρας νιψάμενος, ὅθ᾿ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο,   επήρα κι έπλυνα τα χέρια μου σε μιαν απάνεμη άκρη
                    ἠρώμην πάντεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν:   και δεόμουν σ᾿ όλους τους αθάνατους, τον Όλυμπο που ορίζουν
                    οἱ δ᾿ ἄρα μοι γλυκὺν ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευαν.   όμως εκείνοι στα ματόφυλλα γλυκό μου έχυναν ύπνο.
                    Εὐρύλοχος δ᾿ ἑτάροισι κακῆς ἐξήρχετο βουλῆς:
                                                           Στους συντρόφους ωστόσο ο Ευρύλοχος βουλή κακιά κινούσε:

               340  «‘κέκλυτέ μευ μύθων κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι.   ,, Και τόσα που τραβάτε, σύντροφοι, τα λόγια μου για ακούτε᾿
   148   149   150   151   152   153   154   155   156   157   158