Page 154 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 154

153




                    πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσι,   γλυκός ποτέ δεν είναι ο θάνατος στους άμοιρους ανθρώπους'
                    λιμῷ δ᾿ οἴκτιστον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν.   όμως ο πιο πικρός στον που 'λαχε της πείνας να πεθάνει.
                    ἀλλ᾿ ἄγετ᾿, Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας   Ελάτε, του Ήλιου να λαλήσουμε τις πιο παχιές γελάδες,
                    ῥέξομεν ἀθανάτοισι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.   στους θεούς θυσία να τις προσφέρουμε, που ζουν στα ουράνια
                                                           πλάτη.

               345  εἰ δέ κεν εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα, πατρίδα γαῖαν,   Κι αν ίσως στην Ιθάκη φτάσουμε, στη γη την πατρική μας,
                    αἶψά κεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι πίονα νηὸν     πλούσιο ναό στον ουρανόδρομο να χτίσουμε τον Ήλιο,
                    τεύξομεν, ἐν δέ κε θεῖμεν ἀγάλματα πολλὰ καὶ ἐσθλά.  με πλήθια ατίμητα χαρίσματα μαζί στολίζοντας τον.
                    εἰ δὲ χολωσάμενός τι βοῶν ὀρθοκραιράων   Μα εκείνος αν για τα ορθοκέρατα χολομανήσει βόδια
                    νῆ᾿ ἐθέλῃ ὀλέσαι, ἐπὶ δ᾿ ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι,   και πει να σπάσει το καράβι μας κι οι άλλοι θεοί συγκλίνουν,

               350  βούλομ᾿ ἅπαξ πρὸς κῦμα χανὼν ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι,  κάλλια 'χω να βρεθώ στα κύματα μια και καλή πνιγμένος,
                    ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐὼν ἐν νήσῳ ἐρήμῃ.’   παρά να τυραννιέμαι ατέλειωτα στο ερημονήσι ετούτο!
                    «‘ὣς ἔφατ᾿ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾿ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι.   Αυτά είπε ο Ευρύλοχος, και σύγκλιναν όλοι μαζί οι σύντροφοι'
                    αὐτίκα δ᾿ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας   κι ευτύς᾿ του Γήλιου τις καλύτερες λαλούν μπροστά γελάδες'
                    ἐγγύθεν, οὐ γὰρ τῆλε νεὸς κυανοπρῴροιο   κι ήταν κοντά, τι απ᾿ το καράβι μας δεν έβοσκαν αλάργα

               355  βοσκέσκονθ᾿ ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι:   το γαλαζόπλωρο οι στριφτοκερες, οι φαρδιοκουτελάτες
                    τὰς δὲ περίστησάν τε καὶ εὐχετόωντο θεοῖσιν,   ώριες γελάδες᾿ κι ως τις έζωσαν, δροσάτα έκοψαν φύλλα
                    φύλλα δρεψάμενοι τέρενα δρυὸς ὑψικόμοιο:   ψηλά από δρυν αψηλοφούντωτο και στους θεούς ευκιούνταν
                    οὐ γὰρ ἔχον κρῖ λευκὸν ἐυσσέλμου ἐπὶ νηός.   στο πλοίο μαθές το καλοκούβερτο κριθάρι δε βρισκόταν.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ εὔξαντο καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν,   Την προσευχή τους μόλις τέλεψαν, τις σφάξαν και τις γδάραν,

               360  μηρούς τ᾿ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν   χώρισαν τα μεριά, τα τύλιξαν τρογύρα με τη σκέπη
                    δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾿ αὐτῶν δ᾿ ὠμοθέτησαν.   διπλώνοντας τη, κι από πάνω τους κομμάτια κρέας πιθώσαν.
                    οὐδ᾿ εἶχον μέθυ λεῖψαι ἐπ᾿ αἰθομένοις ἱεροῖσιν,   Όμως κρασί δεν είχαν, στα σφαχτά που έκαιγαν να σταλάξουν,
                    ἀλλ᾿ ὕδατι σπένδοντες ἐπώπτων ἔγκατα πάντα.    κι ως έψηναν τα σπλάχνα, στάλαζαν νερό για τις σπονδές τους.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρ᾿ ἐκάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,   Και σύντας τα μεριά αποκάηκαν και γεύτηκαν τα σπλάχνα,

               365  μίστυλλόν τ᾿ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν ἔπειραν.   λιάνισαν τ᾿ άλλα και τα πέρασαν στις σούβλες, να τα ψήσουν.
                    καὶ τότε μοι βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος,   Τότε κι ο ανέγνοιος ύπνος σκόρπισεν από τα βλέφαρα μου,
                    βῆν δ᾿ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.   και κίνησα να πάω στο ακρόγιαλο και στο γοργό καράβι.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης,   Ζύγωνα πια στο δρεπανόγυρτο πλεούμενο μας — ξάφνου
                    καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀυτμή.   τη μυρουδιά της κνίσας ένιωσα γλυκά να με κυκλώνει.

               370  οἰμώξας δὲ θεοῖσι μέγ᾿ ἀθανάτοισι γεγώνευν:   Με βόγγους τότε τους αθάνατους θεούς ανακαλιόμουν:
                    «Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,   ,, Πατέρα Δία και σεις αθάνατοι θεοί μακαρισμένοι,
                    ἦ με μάλ᾿ εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέι ὕπνῳ.   σε ύπνον ανήλεο με βουλιάξατε για συφορά μου, κι ήβραν
                    οἱ δ᾿ ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο μένοντες.’   καιρό οι σύντροφοι και μελέτησαν έργο φριχτό στα φρένα!
                    «ὠκέα δ᾿ Ἠελίῳ Ὑπερίονι ἄγγελος ἦλθε   Μηνύτρα η Λαμπετώ ξεκίνησε γοργά η μακρομαντούσα,
               375                                         να πει στον Ήλιο πως του σφάξαμε τα βόδια εμείς᾿ κι εκείνος
                    Λαμπετίη τανύπεπλος, ὅ οἱ βόας ἔκταμεν ἡμεῖς.
                                                           ευτύς μιλούσε στους αθάνατους με θυμωμένα σπλάχνα:
                    αὐτίκα δ᾿ ἀθανάτοισι μετηύδα χωόμενος κῆρ:
                                                           ,, Πατέρα Δία και τρισμακάριστοί θεοί αναιώνιοι, δώστε
                    «Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
                    τῖσαι δὴ ἑτάρους Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,   να πάρω απ᾿ του Οδυσσέα τους συντρόφους το γδικιωμό μου
                    οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον, ᾗσιν ἐγώ γε   πίσω᾿
                                                           αποδιαντράπηκαν και μου 'σφαξαν τα βόδια, κάθε μέρα

               380  χαίρεσκον μὲν ἰὼν εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα,   που τα χαιρόμουν, στ᾿ αστροφώτιστα τα ουράνια ανηφορώντας,
                    ἠδ᾿ ὁπότ᾿ ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν   και πάλε όντας ξανά κατέβαινα στη γη ψηλά απ᾿ τα ουράνια.
                    προτραποίμην.                          Κι αν δεν πλερώσουν για τα βόδια μου βαριά, καθώς ταιριάζει,
                    εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ᾿ ἀμοιβήν,   εγώ θα κατεβώ στα Τάρταρα και στους νεκρούς θα φέγγω!
   149   150   151   152   153   154   155   156   157   158   159